Οι σκληρές εκφράσεις που ακούστηκαν χθες από τον επικεφαλής του ΟΤΕ Μιχάλη Τσαμάζ για τον τρόπο με τον οποία αντιμετωπίζει ο οργανισμός από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) αποτυπώνονται και σε επιστολή που έστειλε ο ίδιος στις αρχές Νοεμβρίου στη ρυθμιστική αρχή. Στην επιστολή υποστηρίζει πως η ΕΕΤΤ «βγάζει τεχνητά εκτός αγοράς» τον ΟΤE, πως υπάρχει πολιτική που οδηγεί σε γραφειοκρατία και καθυστερήσεις, πως δεν υπάρχει πλέον καλόπιστη συνεργασία με τη ρυθμιστική αρχή.
Στην επιστολή αναφέρεται πως η πολιτική της ΕΕΤΤ «συγχέει ηθελημένα τον ρόλο του Ρυθμιστή που είναι η εποπτεία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, με τον ρόλο του εμπορικού διευθυντή του ΟΤE, επιλέγοντας εκείνη στην παραμικρή λεπτομέρεια ΤΙ, ΠΩΣ, ΠΟΤE και ΑΝ θα πουλήσει ο ΟΤE υπηρεσίες στους καταναλωτές». Ο κ. Τσαμάζ υποστηρίζει στην επιστολή πως «με τον τρόπο αυτό η ΕΕΤΤ βγάζει τεχνητά εκτός αγοράς τον πιο σημαντικό της παίκτη τον ΟΤE, σε βάρος του Έλληνα καταναλωτή που δεν μπορεί να απολαύσει φθηνές και ανταγωνιστικές υπηρεσίες, αλλά και σε βάρος της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της».
Ο ίδιος θεωρεί πως «το επίπεδο του ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες στην χώρα με τις πρόσφατες επενδύσεις των άλλων μεγάλων τηλεπικοινωνιακών παρόχων σε δίκτυα οπτικών ινών αποδεικνύει ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η οποιαδήποτε «πατερναλιστική» προσέγγιση ρύθμισης απέναντι στο «αιωνίως κακό πρώην μονοπώλιο». Υπενθυμίζει πως «τα τελευταία 6 χρόνια και παρά την κρίση, ο ΟΤE έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις σε υποδομές, συστήματα και υπηρεσίες εντός της χώρας άνω των 2,6 δισ. ευρώ, ενώ οι προγραμματισμένες επενδύσεις του για την τρέχουσα τετραετία ξεπερνούν τα 1,5 δισ. ευρώ».
Ειδικά για τον έλεγχο των τιμών λιανικής του ΟΤE αναφέρει στην επιστολή πως «η κατάσταση έχει επιδεινωθεί δραματικά». Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤE γράφει πως «προκειμένου (…) η ΕΕΤΤ να εξακολουθήσει να ελέγχει με ασφυκτικό τρόπο την τιμολογιακή πολιτική του ΟΤE (διατηρώντας τεχνητά υψηλές τιμές σε βάρος των καταναλωτών), έκανε ένα κατασκεύασμα σύμφωνα με το οποίο εξακολουθεί να απαιτεί να προεγκρίνει όλα τα λιανικά τιμολόγια του ΟΤE με το πρόσχημα της δεσπόζουσας θέσης του στην χονδρική αγορά της πρόσβασης».
Η ΕΕΤΤ, κατά τον κ. Τσαμάζ, «θα μπορούσε να ελέγχει τα τιμολόγια του ΟΤE με πολύ πιο απλό τρόπο. Έχει επιλέξει όμως τον χειρότερο και πιο επιθετικό προς τον ΟΤE τρόπο που δημιουργεί καθυστερήσεις, γκρίζες ζώνες, αδιαφάνεια, αδικαιολόγητες παρεμβάσεις και τεχνητή αύξηση τιμών». Σήμερα «κάθε αίτημα του ΟΤE για απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας προσκρούει στην γραφειοκρατική «διάθεση» της ίδιας της ΕΕΤΤ και στην απουσία δικαστικού ελέγχου στον τρόπο άσκησης της πολιτικής της. Στην ουσία η ΕΕΤΤ προσπαθεί να ασκήσει η ίδια την εμπορική πολιτική του ΟΤE».
Στην επιστολή Τσαμάζ αναφέρεται πως στις 13.10.2017 εκκρεμούσαν προς έγκριση από την ΕΕΤΤ 425 τιμολογιακά προγράμματα του ΟΤE. Ορισμένα από αυτά εκκρεμούν από το 2016. Τους τελευταίους οκτώ μήνες (Φεβρουάριος - Οκτώβριος 2017) εγκρίθηκαν μόλις 65 τιμολογιακά προγράμματα. Ο μέσος αριθμός εγκρίσεων ανά Ολομέλεια της ΕΕΤΤ είναι της τάξης των 5, 6 ή 12 τιμολογιακών προγραμμάτων, ενώ υπάρχουν και Ολομέλειες που δεν εγκρίνουν κανένα τιμολογιακό πρόγραμμα του ΟΤE. Επίσης, «από τον Φεβρουάριο 2017 ο μέσος χρόνος έγκρισης των τιμολογιακών προτάσεων του ΟΤE κυμαίνεται γύρω στους 4 μήνες - διπλάσιος από το αμέσως προηγούμενο διάστημα, που και πάλι ήταν πάρα πολύ μεγάλος (2 μήνες) με όρους αγοράς, από την στιγμή που οι ανταγωνιστές βγαίνουν όποτε θέλουν με νέα τιμολόγια και προσφορές. Υπάρχουν προγράμματα του ΟΤE που εκκρεμούν ενώπιον της ΕΕΤΤ για έγκριση από το 2016!»
Επιπλέον, «όταν ένα πρόγραμμα κόβεται ακόμη και για λίγα cents, η ΕΕΤΤ δεν ενημερώνει τις υπηρεσίες του OΤΕ προφορικά για να το επανυποβάλει όπως στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει επανάληψη της διαδικασίας έγκρισης - δηλαδή άλλους 4 μήνες στην καλύτερη των περιπτώσεων».
Αναφέρεται, επίσης, πως «το ίδιο τιμολογιακό πρόγραμμα αν έχει διαφορετική ελάχιστη διάρκεια θεωρείται από την ΕΕΤΤ ότι πρέπει να εγκριθεί περισσότερες φορές (π.χ. προωθητική ενέργεια 12 μηνών και προωθητική ενέργεια 24 μηνών = 2 προγράμματα). Ο ΟΤE έχει παρακαλέσει την ΕΕΤΤ να εγκρίνονται σαν ένα με την χαμηλότερη διάρκεια (άρα το χειρότερο σενάριο για τον ΟΤE) για να επισπευθεί η διαδικασία. Η ΕΕΤΤ έχει έχει και πάλει αρνηθεί».
Επίσης, «η ΕΕΤΤ ζητάει κάθε τιμολογιακό πρόγραμμα του ΟΤE να εγκρίνεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αυτό σημαίνει βιομηχανία εγκρίσεων παρατάσεων. Το βασικό ετήσιο χαρτοφυλάκιο προγραμμάτων λιανικής του ΟΤE στην παρούσα φάση δεν ξεπερνά τα 44 βασικό προγράμματα. Με όλες αυτές τις μεθοδεύσεις η ΕΕΤΤ, για αυτό τα 44 βασικά προγράμματα που με βάση τις προτάσεις του ΟΤE χρειάζονται ισάριθμες εγκρίσεις, απαιτεί να παρέχει, με τους δικούς της χρόνους, τουλάχιστον 121 εγκρίσεις, χωρίς να συνυπολογίζεται η βιομηχανία παρατάσεων/επεκτάσεων που προκαλείται από τις καθυστερήσεις. Ο δε αριθμός των εγκρίσεων αυξάνει γεωμετρικά κάθε φορά που ο ΟΤE παρέχει μία προσφορά».
Για τον έλεγχο των τιμολογίων στις περιοχές που, με βάση τη διαδικασία της ΕΕΤΤ θα παρέχουν υπηρεσίες vectoring (για ακόμα πιο γρήγορη σύνδεση στο Διαδίκτυο) οι ανταγωνιστές του ΟΤE, ο Μιχ. Τσαμάζ υποστηρίζει πως «με το Vectoring οι Vodafone και Wind γίνονται αποκλειστικά καθετοποιημένες επιχειρήσεις (δηλαδή πλέον θα πουλάνε χονδρική στον ΟΤE) στις περιοχές που τους ανατέθηκαν. Εκεί προφανώς δεν πρέπει και δεν μπορεί να ισχύει η διαδικασία ελέγχου τιμών λιανικής του ΟΤE, καθώς οι πάροχοι αυτοί έχουν αποκλειστικότητα στην παροχή χονδρικού προϊόντος (…). Πιθανώς πρέπει αυτοί να έχουν κάποιες αντίστοιχες υποχρεώσεις».
Στην επιστολή περιλαμβάνονται και προτάσεις για την αντιμετώπιση των εκκρεμοτήτων όπως η «τυποποίηση διαδικασίας έγκρισης για συγκεκριμένες κατηγορίες προγραμμάτων σε συνεργασία με τον ΟΤE με στόχο ο ουσιαστικός έλεγχος (…) για τις κατηγορίες αυτές να γίνεται άμεσα (αυθημερόν)». Πιθανές «άλλες διαδικαστικές ρυθμίσεις, ώστε η συνολική διαδικασία έγκρισης για τις παραπάνω κατηγορίες να συντομευθεί σημαντικά (πχ έγκριση εντός δύο ολομελειών ή έγκριση με Απόφαση Προέδρου/Αντιπροέδρου, όπως γίνεται και με τις Αποφάσεις για αριθμοδοτικούς πόρους)». Στον ΟΤE θεωρούν πως «για τις παραπάνω ενέργειες διαφαίνεται ότι απαιτείται μόνο αλλαγή εσωτερικών διαδικασιών της ΕΕΤΤ και όχι λήψη κάποιας μορφής μέτρου νομοθετικής/ρυθμιστικής φύσης». Για τις καθαρές αυξήσεις τιμών «να υπάρξει μία γενική έγκριση της ΕΕΤΤ ώστε να μπορούν να θεωρούνται εξ αρχής εγκεκριμένες».