Κατόπιν σχετικού ερωτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με την κατολίσθηση σημαντικού μέρους στο ορυχείο του Αμυνταίου στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας, η ΔΕΗ ανακοινώνει τα εξής:
Τα οικονομικά μεγέθη τα οποία έχουν δει το φως της δημοσιότητας δεν έχουν καμία σχέση με τη πραγματικότητα.
Οι οικονομικές επιπτώσεις για την Εταιρεία είναι άμεσες (βραχυπρόθεσμες) και μακροπρόθεσμες.
Οι άμεσες οικονομικές επιπτώσεις σχετίζονται με τη βλάβη που υπέστη ο πάγιος εξοπλισμός, η αξία του οποίου έχει σε σημαντικό βαθμό αποσβεσθεί. Σε κάθε περίπτωση, η αξία αντικατάστασής του είναι της τάξης των 3-4 δεκάδων εκατ. ευρώ, αλλά αυτή δεν είναι αναγκαία να γίνει, δοθέντος ότι μπορεί να αξιοποιηθεί εξοπλισμός από άλλα Ορυχεία.
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αφορούν στο τμήμα του κοιτάσματος που ενδεχομένως να μην είναι πλήρως αξιοποιήσιμο, η αξία του οποίου θα αποτιμηθεί μετά από κάποιο διάστημα, και αφού καταστεί δυνατό να προχωρήσει η διενέργεια των αναγκαίων εργασιών.
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνει η ΔEH, το κοίτασμα των 28 εκατ. τόνων που έχει απομείνει στο Ορυχείο αφορά στην επέκταση της λειτουργίας των μονάδων του ΑΗΣ Αμυνταίου, μετά από σχετική περιβαλλοντική αναβάθμισή τους, τη δεκαετία 2021-2030. Για τη λειτουργία των μονάδων ως έχουν, υπό το γνωστό καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας 17.000 ωρών, υπάρχει επαρκές μέρος του κοιτάσματος που δεν έχει πληγεί από την κατολίσθηση και του οποίου η εξόρυξη θα αρχίσει πριν την έναρξη της χειμερινής περιόδου. Σημειώνεται ότι το κοίτασμα του Ορυχείου Αμυνταίου προ της κατολίσθησης αντιστοιχεί στο 5-7% των συνολικών κοιτασμάτων της ΔEH.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην απαλλοτρίωση και μετεγκατάσταση του οικισμού των Αναργύρων, η ακριβής αποτύπωση θα γίνει μετά τις προβλεπόμενες κατά το νόμο ενέργειες και διαδικασίες. Σε κάθε περίπτωση, το κόστος θα είναι ένα μικρό κλάσμα του αντίστοιχου κόστους απαλλοτρίωσης της Ποντοκώμης, τονίζει η Επιχείρηση.