Η τροπολογία που ψήφισε η κυβέρνηση για την επιμήκυνση του χρόνου απόσβεσης της ζημίας από διαγραφές δανείων ήρθε μεν με καθυστέρηση, αλλά αποτρέπει τα χειρότερα για τις τράπεζες που δημοσιεύουν αποτελέσματα 2016.
Όπως είναι γνωστό, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δεσμεύτηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους ως το τέλος του 2019 κατά 38% ή σε απόλυτα νούμερα κατά 40,2 δισ. ευρώ.
Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διενεργηθούν διαγραφές δανείων, ύψους 13,9 δισ. ευρώ. Διαγραφές που θα συμβάλουν σε αποτελεσματικές ρυθμίσεις, οριστικές διευθετήσεις ή πωλήσεις δανείων καθώς και σε εκποιήσεις εξασφαλίσεων δανείων.
Έτσι όπως ήταν διατυπωμένος ο νόμος, πριν την τροπολογία, λειτουργούσε ως poison pill για τις τράπεζες και πιθανότατα θα οδηγούσε, ήδη από τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της χρήσης 2016, σε αποαναγνώριση αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και επομένως σε φορολογικές ζημίες, μείωση εποπτικών κεφαλαίων και ενεργοποίηση της εγγύησης του Δημοσίου.
Για να γίνει κατανοητός ο κίνδυνος που αποφεύχθηκε, θα θυμίσουμε επιγραμματικά τι ισχύει με τον αναβαλλόμενο φόρο.
Πριν την τροπολογία υπήρχε το εξής παράδοξο: Για όσες προβλέψεις είχαν σχηματίσει οι τράπεζες ως τα μέσα του 2015, είχαν τη δυνατότητα να σχηματίσουν αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, την οποία μπορούσαν να συμψηφίσουν με κέρδη σε βάθος 20ετίας.
Όταν, όμως, προχωρούσαν σε διαγραφές προβλέψεων, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έπρεπε να συμψηφισθεί με κέρδη στην 5ετία. Δηλαδή, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από ζημία, που εγγράφηκε το 2018, έπρεπε να συμψηφισθεί με κέρδη ως το 2022.
Αν δεν μεσολαβούσε η τροπολογία, είναι πολύ πιθανόν οι ορκωτοί ελεγκτές να έκριναν ότι δεν μπορεί να ανακτηθεί σε βάθος πενταετίας αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από διαγραφές δανείων 13,9 δισ. ευρώ, στις οποίες υποχρεούνται να προχωρήσουν οι τράπεζες.
Έτσι θα «ανάγκαζαν» τις διοικήσεις να αποαναγνωρίσουν, ήδη από τους ισολογισμούς του 2016, μέρος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, εμφανίζοντας φορολογικές ζημίες και μειώνοντας τα εποπτικά τους κεφάλαια.
Με δεδομένο ότι το κακό αποφεύχθηκε, δεν υπάρχει λόγος να μπούμε σε εκτιμήσεις για το ύψος της ζημίας που θα είχαν υποστεί οι τράπεζες, χωρίς την τροπολογία.
Κρατάμε μόνο ότι φθάσαμε για άλλη μια φορά στο παρά πέντε για να γίνει το αυτονόητο…