Στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε συμπληρωματική κρατική ενίσχυση ύψους €2.71 δισ. ευρώ προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος όπως προβλέπεται από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, με βάση τροποποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης.
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί στο πλαίσιο του υφιστάμενου σχεδίου αναδιάρθρωσης της τράπεζας του Ιουλίου 2014, επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στο τροποποιημένο σχέδιο, θα επιτρέψουν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος να εξασφαλίσει τη χορήγηση πιστώσεων προς την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ, ιδίως την «Τραπεζική ανακοίνωση του 2013» και την Οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος είναι μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες στην Ελλάδα. Η Επίτροπος Ανταγωνισμού, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, δήλωσε τα εξής: «Με την ανακεφαλαιοποίηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ολοκληρώνονται οι προσπάθειες των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν τις κεφαλαιακές ελλείψεις που εντόπισε η Ευρωπαϊκή αρχή τραπεζικής εποπτείας. Τα σημαντικά ιδιωτικά κεφάλαια που αντλήθηκαν μείωσαν την ανάγκη για εισφορές δημοσίων πόρων. Συνεχίζοντας την αναδιάρθρωσή τους, οι τράπεζες οδεύουν πλέον σαφώς προς την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Μπορούν πλέον να επικεντρωθούν στη χορήγηση δανείων σε ελληνικές επιχειρήσεις και να συνεχίσουν να στηρίζουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.»
Ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Δασμών, Πιερ Μοσκοβισί, δήλωσε: «Με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της Ελλάδας και την πολύ σημαντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, εξαλείφθηκε ένα ακόμα στοιχείο αβεβαιότητας. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί θετικό βήμα για τη διασφάλιση της βιώσιμης αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. Μια άλλη ευχάριστη είδηση είναι ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες των μεγαλυτέρων τραπεζών της Ελλάδας θα είναι πολύ χαμηλότερες από το ανώτατο όριο που συμφωνήθηκε τον Αύγουστο.»
Στις 31 Οκτωβρίου 2015, κατά τη συνολική αξιολόγηση που διενήργησε ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ) για να εξετάσει αν οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες διαθέτουν επαρκή κεφάλαια, διαπιστώθηκε κεφαλαιακό έλλειμμα ύψους 4,6 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος κατόρθωσε να καλύψει συνολικά €1.8 δισ. ευρώ των εν λόγω κεφαλαιακών αναγκών από ιδιώτες (τους υφιστάμενους πιστωτές, μέσω εθελοντικής και υποχρεωτικής ανταλλαγής των τίτλων τους με νέες μετοχές, και από νέους επενδυτές, μέσω προσφορών στα διεθνή αλλά και στο ελληνικό χρηματιστήριο).
Όπως συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, πριν από κάθε δημόσια εισφορά κεφαλαίου, σε μετοχές θα μετατρέπεται και το χρέος των ομολογιούχων που κατέχουν τίτλους μειωμένης ή αυξημένης εξασφάλισης και οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην εθελοντική ανταλλαγή.
Επιπλέον, ο ΕΕΜ ενέκρινε επίσης πρόσθετα εσωτερικά κεφάλαια της Τράπεζας ύψους 120 εκατ. ευρώ από τα θετικά αποτελέσματά της για το 3ο τρίμηνο. Αυτό σημαίνει ότι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος συγκέντρωσε επαρκή κεφάλαια από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα για την κάλυψη του ελέγχου ποιότητας στοιχείων ενεργητικού και των κεφαλαιακών αναγκών, σύμφωνα με το βασικό σενάριο της συνολικής αξιολόγησης του ΕΕΜ. Το επίπεδο των ιδιωτικών κεφαλαίων αποτελεί ένδειξη της εμπιστοσύνης της αγοράς στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της εν λόγω τράπεζας. Επίσης δείχνει ότι οι συνεισφορές κατόχων ομολόγων μειωμένης ή/και αυξημένης εξασφάλισης μπορούν να μειώσουν σημαντικά την ανάγκη χρησιμοποίησης των χρημάτων των φορολογουμένων για τη στήριξη των τραπεζών, με ταυτόχρονη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Το υπόλοιπο των κεφαλαιακών αναγκών, που ανέρχονται σε €2.71 δισ. ευρώ (όπως προσδιορίζονται στο λεγόμενο σενάριο ακραίων καταστάσεων της συνολικής αξιολόγησης του ΕΕΜ), θα καλυφθούν με κρατική ενίσχυση, που θα χορηγηθεί από το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ).
Η εν λόγω ενίσχυση θα λάβει τη μορφή συνδυασμού μετοχικού κεφαλαίου και υπό αίρεση μετατρέψιμων κεφαλαιακών μέσων. Η χρηματοδότηση θα παρασχεθεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής που συμφωνήθηκε με την Ελλάδα, με χρηματοδότηση ύψους 10 δισ. ευρώ, τα οποία διατίθενται για την κάλυψη δυνητικών κεφαλαιακών αναγκών του τραπεζικού τομέα.
Σε αυτή τη βάση, οι ελληνικές αρχές πρότειναν τροποποιήσεις του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που είχε εγκριθεί τον Ιούλιο του 2014 συμπληρωματικά προς την ήδη υλοποιηθείσα εκτεταμένη αναδιάρθρωση. Οι αλλαγές αυτές περιλαμβάνουν την εμβάθυνση της επιχειρησιακής αναδιάρθρωσης της τράπεζας και την τροποποίηση ορισμένων προθεσμιών, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή της μακροοικονομικής κατάστασης της τράπεζας, καθώς και η δέσμευση για περαιτέρω διάθεση μη βασικών στοιχείων του ενεργητικού εκτός Ελλάδος. Με την επιφύλαξη της έγκρισης από τον ΕΕΜ, τα έσοδα από την πώληση αλλοδαπών περιουσιακών στοιχείων θα χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των υπό αίρεση μετατρέψιμων κεφαλαιακών μέσων που χορήγησε το ΕΤΧΣ.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι περισσότερες δυσκολίες της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος δεν οφείλονται στην ανάληψη υπέρμετρου κινδύνου αλλά στην αβεβαιότητα και τα γεγονότα που οδήγησαν, τον Αύγουστο, στη συμφωνία του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα που προτείνονται στο αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης επαρκούν για να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από την κρατική ενίσχυση και, ειδικότερα, δεν ζήτησε μείωση του μεγέθους των βασικών δανειοδοτικών δραστηριοτήτων της τράπεζας στην Ελλάδα.
Στο πλαίσιο της απόφασης για την κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή επαλήθευσε επίσης ότι η εισφορά κεφαλαίου από το ΕΤΧΣ μπορεί να χορηγηθεί ως προληπτική ανακεφαλαιοποίηση, κατά την έννοια της Οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών (BRRD). Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται όλοι οι όροι της εν λόγω οδηγίας για τη χορήγηση της ενίσχυσης χωρίς να απαιτείται να τεθεί η τράπεζα σε καθεστώς εξυγίανσης.