Κλυδωνισμούς και έριδες στο εσωτερικό ισχυρών ομίλων, όπως η εταιρεία συμβούλων PwC, προκαλεί δέκα χρόνια μετά το σκάνδαλο της Siemens, η έναρξη της σχετικής δίκης που έχει προγραμματιστεί για τις 27 Νοεμβρίου.
Οκτώ πρώην ή νυν στελέχη του γερμανικού και του ελληνικού βραχίονα της PwC (τότε PriceWaterhouseCoopers) καλούνται να απολογηθούν ως «απλοί συνεργοί παθητικής δωροδοκίας κατ’ εξακολούθηση», με αφορμή τον ρόλο που διαδραμάτισε η εταιρεία ως ανεξάρτητος σύμβουλος κατά την υλοποίηση της περίφημης προγραμματικής σύμβασης για την ψηφιοποίηση των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η επικείμενη έναρξη της δίκης στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων προκαλεί αντιδράσεις από εμπλεκόμενους οι οποίοι θεωρούν πως ο ισχυρός πολυεθνικός όμιλος κρύβεται πίσω από τα περιορισμένα νομικά εργαλεία που προσφέρει η ελληνική νομοθεσία και δεν παρέχει την απαραίτητη προστασία στα πρώην ή νυν στελέχη του που καλούνται να απολογηθούν για την υπόθεση. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, η εσωτερική διαμάχη δεν αποκλείεται να λάβει και τη δικαστική οδό.
Ο γερμανικός βραχίονας της PwC είχε προσληφθεί από τον OΤΕ για την παροχή υπηρεσιών Ανεξάρτητου Συμβούλου στις Επιτροπές Αξιολόγησης των Προγραμματικών Συμφωνιών 8002 και 8004 με τη Siemens. Στην ουσία, η εταιρεία συμβούλων (οι Γερμανοί σε συνεργασία με το ελληνικό τμήμα του διεθνούς ομίλου) είχαν κληθεί να βεβαιώσουν πως τηρούνται οι προβλέψεις της προγραμματικής συμφωνίας για την ψηφιοποίηση του OΤΕ.
Επειδή η Siemens είχε πάρει μια δουλειά, ύψους 158 δισ. δραχμών (σχεδόν 464 εκατ. ευρώ), με απευθείας ανάθεση, ο OΤΕ έπρεπε να σιγουρευτεί πως α) δεν πωλούσε σε άλλους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους το ίδιο υλικό, λογισμικό ή υπηρεσίες σε χαμηλότερη τιμή και β) πως δεν υπήρχαν ανταγωνιστές της που πωλούσαν σε άλλους παρόχους αντίστοιχα προϊόντα ή υπηρεσίες σε χαμηλότερες τιμές. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε και η Siemens έπρεπε να πωλήσει στις ίδιες, χαμηλότερες, τιμές στον OΤΕ.
Η γερμανική PwC είχε κληθεί να επιβεβαιώνει, μέσω της συμμετοχής στις Επιτροπές Αξιολόγησης των Προγραμματικών Συμφωνιών (συμμετείχαν στελέχη του OΤΕ και της Siemens), πως δεν παραβιάζονται οι όροι που προαναφέρθηκαν.
Ομως, το τελικό κόστος της προγραμματικής συμφωνίας εκτοξεύθηκε στα 236 δισ. δραχμές (περί τα 693 εκατ. ευρώ), ενώ οι ανακριτικές αρχές διαπίστωσαν πως αυτό το πρόσθετο κόστος χρησιμοποιήθηκε στην ουσία για τις πληρωμές της Siemens προς τα τότε στελέχη του ΟΤΕ μέσω των γνωστών «μαύρων ταμείων». Ετσι, οι ανακριτές θεώρησαν πως η εταιρεία συμβούλων δεν «χτύπησε εγκαίρως το καμπανάκι» για τη διόγκωση του κόστους και τα στελέχη της βρίσκονται σήμερα στο εδώλιο.
Εκτιμάται, πάντως, πως είναι πλέον αδύνατο να διαπιστωθεί αν το κόστος που πλήρωσε ο OΤΕ ήταν αυτό που πραγματικά έπρεπε. Μάλιστα αυτό ήταν και το συμπέρασμα εταιρείας που εκλήθη προ διετίας, με εντολή των ανακριτικών αρχών, να αποτιμήσει τον εξοπλισμό, το λογισμικό και τις υπηρεσίες που έλαβε ο OΤΕ μέσω της Προγραμματικής Συμφωνίας.