«Η προσπάθειά μας εδράζεται στο να δώσουμε πειστικά επιχειρήματα», στους ξένους επενδυτές, καθώς «αρκετοί από αυτούς, που είχαν πάρει μέρος στις δύο προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις, εμφανίζονται καταρχήν συγκρατημένοι, δεδομένης της κατάστασης», δηλώνει στην Καθημερινή ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Λεωνίδας Φραγκιαδάκης.
«Αντλώντας τα αναγκαία κεφάλαια, είμαστε σίγουροι πως «ξεκλειδώνουμε» τη σωστή αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης και δίνουμε τη δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων όπως η αντιμετώπιση των δανείων σε καθυστέρηση ή η μειωμένη ρευστότητα. Σημειωτέον ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες ορίστηκαν βάσει ενός εξαιρετικά δυσμενούς σεναρίου stress test, έτσι ώστε οι τράπεζες να είναι ανθεκτικές ακόμα και στο χειρότερο πιθανό σενάριο», δηλώνει.
Όπως υποστηρίζει «Η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα συμβάλει ουσιαστικά στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης της διεθνούς κοινότητας και των αγορών στην πορεία της χώρας. Αυτή την οπτική θεωρώ πως μοιράζονται όλες οι πλευρές. Σίγουρα η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης συντείνει στην προσπάθεια της ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και εντείνει την εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πορεία της οικονομίας».
Απαντώντας σε ερώτηση για τα μηνύματα που εισπράττει από τους επενδυτές αναφέρει ότι «αρκετοί από τους επενδυτές που είχαν πάρει μέρος στις δύο προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις εμφανίζονται καταρχήν συγκρατημένοι δεδομένης της κατάστασης. Η προσπάθειά μας, κατά συνέπεια, εδράζεται στο να δώσουμε πειστικά επιχειρήματα σχετικά με το κλίμα πολιτικής σταθερότητας στο μέλλον, το επαρκές επίπεδο προβλέψεων μετά τον έλεγχο ποιότητας χαρτοφυλακίου (AQR) που έκανε η ΕΚΤ, καθώς και τις δράσεις που θα αναλάβουμε για να σταματήσουν οι ελληνικές τράπεζες να είναι ζημιογόνες. Νομίζω ότι οι αισιόδοξοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αντιλαμβάνονται την επενδυτική ευκαιρία που τους παρουσιάζεται».
Για τα κόκκινα δάνεια τονίζει ότι «είναι σημαντικό να γίνει από όλους αντιληπτό ότι οι τράπεζες δεν ενδιαφέρονται να αποκτήσουν τα σπίτια των δανειοληπτών, καθώς κάτι τέτοιο δεν εξυπηρετεί τον σκοπό λειτουργίας τους. Το ουσιώδες είναι, λοιπόν, είναι να δοθούν στους δανειολήπτες λύσεις που θα τους βοηθήσουν να γίνουν ενήμεροι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την τρέχουσα οικονομική κατάσταση. Αυτό που όμως δεν είναι δίκαιο είναι κάποιος να διαθέτει κεφάλαια και να μην εκπληρώνει τις δανειακές του υποχρεώσεις. Πρέπει να εμπεδωθεί μια φιλοσοφία πληρωμών προς το συμφέρον όλων. Οσον αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια, είναι απαραίτητο να γίνουμε ταχύτεροι στο να διακρίνουμε αποτελεσματικά τις βιώσιμες από τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Με τη βοήθεια ενός καλύτερου νομικού πλαισίου θα βοηθήσουμε τις βιώσιμες επιχειρήσεις να αναπτυχθούν. Θα προωθήσουμε την υγιή επιχειρηματικότητα».
Εκτιμά ότι «μεμονωμένες bad banks μπορούν να αντεπεξέλθουν καλύτερα στις προσδοκίες των μετόχων των τραπεζών, πιθανών επενδυτών, θεσμικών παραγόντων, της κοινωνίας και των φορολογουμένων. Οι τράπεζες διαθέτουν την τεχνογνωσία και το βάθος της σχέσης με την πελατεία τους ώστε, όντας κεφαλαιακά θωρακισμένες και με το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, να μπορέσουν να αποφέρουν αποτέλεσμα».
Ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής δηλώνει ότι «στοχεύουμε στην ελαχιστοποίηση της κρατικής βοήθειας που θα λάβουμε, αντλώντας κεφάλαια κυρίως από τις αγορές και μέσω των κεφαλαιακών μας δράσεων, όπως αυτές συμφωνηθούν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η πώληση της Finansbank δεν δύναται να αντικαταστήσει την άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, δεδομένου ότι δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στα χρονικά περιθώρια που τέθηκαν για την κάλυψη των ως άνω κεφαλαιακών αναγκών, μπορεί όμως να δώσει τη δυνατότητα σε δεύτερο χρόνο να αποπληρώσουμε μέρος της κρατικής βοήθειας που σκοπεύουμε να λάβουμε».