Ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξη του στόχου για πρόσβαση στο πακέτο κρατικής βοήθειας ύψους έως 25 δισ. ευρώ βρίσκεται η Τράπεζα Αττικής καθώς τρέχει ήδη η αξιολόγησή της από την Τράπεζα της Ελλάδος, με μεθοδολογία αντίστοιχη με αυτή των συστημικών τραπεζών.
Όπως είναι γνωστό, η Τράπεζα Αττικής, όπως και οι συνεταιριστικές τράπεζες, παρέμειναν λόγω μικρού μεγέθους υπό την εποπτεία της ΤτΕ ενώ τυπικά δεν έχουν δυνατότητα να αιτηθούν την ανακεφαλαιοποίησή τους από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, καθώς δεν συγκαταλέγονται στις συστημικές τράπεζες.
Η απόφαση, όμως, να τρέξει η ΤτΕ αξιολόγηση ποιότητας στοιχείων ενεργητικού (Asset Quality Review - AQR) και άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) με την ίδια μεθοδολογία που εφαρμόζει στις συστημικές τράπεζες η ΕΚΤ αναιρεί έναν από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την πρόσβαση Αττικής και συνεταιριστικών στα κεφάλαια κρατικής βοήθειας.
Η αξιολόγηση ποιότητας στοιχείων ενεργητικού στην Αττικής ξεκίνησε τον περασμένο μήνα, με σημαντική καθυστέρηση, όμως, σε σχέση με τις συστημικές τράπεζες.
Προκειμένου να καλυφθεί η υστέρηση, η αξιολόγηση τρέχει με ταχείς διαδικασίες και αναμένεται να ολοκληρωθεί μερικές ημέρες μετά από αυτή των συστημικών τραπεζών.
Τις αμέσως επόμενες ημέρες θα ξεκινήσει και η παροχή στοιχείων για τις ανάγκες του stress test. Τα αποτελέσματα της συνολικής αξιολόγησης εκτιμάται ότι θα ανακοινωθούν ταυτόχρονα με αυτά των συστημικών τραπεζών στα τέλη Οκτωβρίου.
Όπως έγραψε η στήλη Χαμαιλέων, η ΤτΕ, ως αρμόδια εποπτική αρχή, θα εισηγηθεί στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) να έχουν πρόσβαση στα κεφάλαια κρατικής βοήθειας μέσω του ΤΧΣ η Τράπεζα Αττικής και οι εναπομείνασες συνεταιριστικές.
Με δεδομένη, δε, την εκτίμηση της Φρανκφούρτης ότι δεν πρέπει να μειωθεί περαιτέρω ο αριθμός των εμπορικών τραπεζών στην Ελλάδα, η εισήγηση της ΤτΕ ενδέχεται να γίνει αποδεκτή από τον SSM.
Αν η Αττικής προσφύγει στο ΤΧΣ, θα ανακεφαλαιοποιηθεί με βάσει τον νόμο 3864/2010, όπως θα τροποποιηθεί για να συμβαδίζει με την κοινοτική οδηγία BRRD.
Η αναζήτηση ιδιωτών επενδυτών δεν έχει σταματήσει, το ύψος όμως των κεφαλαιακών αναγκών εκτιμάται ότι θα είναι σημαντικά υψηλότερο της αύξησης κεφαλαίου ύψους 433,4 εκατ. ευρώ που είχε αποφασίσει η τράπεζα τον περασμένο χειμώνα.