Αναμενόμενη ήταν για όσους παρακολουθούν την αγορά τυχερών παιχνιδιών η απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) με την οποία απορρίπτονται οι προσφυγές των διεθνών ομίλων Stanleybet, William Hill και Sportingbet.
Οι τρεις όμιλοι ζητούσαν να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη αιτήσεων που είχαν υποβάλει την περίοδο 2004 - 2007 για τη χορήγηση άδειας δημιουργίας δικτύου πρακτορείων στοιχηματισμού στην Ελλάδα, με το επιχείρημα πως διέθεταν αντίστοιχες άδειες σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τον δρόμο για την απόφαση είχε ανοίξει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο είχε κληθεί να απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα που είχε στείλει το ΣτΕ, σχετικά με το αν η διατήρηση του μονοπωλίου του ΟΠΑΠ παραβιάζει ή όχι την κοινοτική νομοθεσία, και ειδικότερα τις αρχές περί θεμελιωδών ελευθεριών (ελεύθερη εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών). Στην ουσία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανέθετε στο εθνικό δικαστήριο, δηλαδή στο ΣτΕ, να εξετάσει τους «κανόνες του παιχνιδιού» βάσει προϋποθέσεων.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η οποία την ημέρα όπου δημοσιοποιήθηκε (Ιανουάριος 2013) είχε ερμηνευθεί ως αρνητική για τον ΟΠΑΠ με αποτέλεσμα να υποχωρήσει σημαντικά η μετοχή, «τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτά εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχειρίσεως, οργανώσεως και λειτουργίας των τυχερών παιγνίων σε έναν και μόνον οργανισμό, εφόσον, αφενός, η ρύθμιση αυτή δεν ανταποκρίνεται όντως στη μέριμνα για μείωση των δυνατοτήτων συμμετοχής σε παίγνια και για περιορισμό των δραστηριοτήτων στον τομέα αυτόν με συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, εφόσον δεν διασφαλίζεται αυστηρός έλεγχος από τις δημόσιες αρχές της επεκτάσεως του τομέα των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια εγκληματικότητας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει».
Σύμφωνα με την απόφαση, το ελληνικό δημόσιο πρέπει να εξετάζει τις αιτήσεις για άδειες παροχής υπηρεσιών στοιχηματισμού. Ταυτόχρονα ξεκαθάριζε πως «υπό συνθήκες όπως αυτές των υποθέσεων των κυρίων δικών, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να εκτιμούν τις αιτήσεις χορηγήσεως αδείας οργανώσεως τυχερών παιγνίων που τους υποβάλλονται με γνώμονα το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο σκοπούν να διασφαλίσουν, βάσει όμως αντικειμενικών κριτηρίων που δεν εισάγουν διακρίσεις».
Στο συγκεκριμένο σημείο «πάτησαν» και οι Σύμβουλοι Επικρατείας οι οποίοι απέρριψαν τις προσφυγές ως αλυσιτελείς, με το σκεπτικό πως το ισχύον θεσμικό πλαίσιο που παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής επίγειων τυχερών παιχνιδιών στον ΟΠΑΠ αποβλέπει στην καταπολέμηση του παράνομου στοιχήματος και της τυχόν εγκληματικής δραστηριότητας που συνδέεται με αυτό.
Στον ΟΠΑΠ είχαν υποστηρίξει πως δεν υπάρχει ευρύτερο ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο που να ρυθμίζει την αγορά τυχερών παιχνιδιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ενιαίο τρόπο. Το ελληνικό δημόσιο υποστήριξε πως το μονοπώλιο της διεξαγωγής τυχερών παιχνιδιών δεν ανήκει στον ΟΠΑΠ, αλλά στο ελληνικό κράτος το οποίο και έχει παραχωρήσει σχετική άδεια στον οργανισμό έναντι πολύ υψηλού οικονομικού ανταλλάγματος.
Κατά την ίδια πλευρά, η άδεια που παραχωρήθηκε στον ΟΠΑΠ δεν έχει αμφισβητηθεί από τις αρμόδιες κοινοτικές αρχές, οπότε δεν υπάρχει ζήτημα παραχώρησης πρόσθετων αδειών. Στην απόφαση του ΣτΕ αναφέρεται επίσης πως με σειρά νομοθετημάτων την τελευταία τριετία το ελληνικό δημόσιο έχει διαμορφώσει θεσμικό πλαίσιο στην αγορά τυχερών παιχνιδιών που είναι συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο.