Σε μια περίοδο που οι περισσότερες ελληνικές εταιρείες του ευρύτερου κλωστοϋφαντουργικού κλάδου έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους, η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου εξετάζει το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας του κλωστηρίου που διέθετε στη Ναύπακτο.
Σύμφωνα με την εισηγμένη, «η διοίκηση της εταιρείας θα επανεκτιµήσει τις νέες συνθήκες της αγοράς και θα εξετάσει το ενδεχόµενο επαναλειτουργίας του κλωστηρίου κατά τη διάρκεια του Β' εξαµήνου της τρέχουσας χρήσης» (η τρέχουσα περίοδος συνδυάζεται και με την εκκίνηση της εκκοκκιστικής περιόδου).
Αν και οριστικές αποφάσεις δεν έχουν ληφθεί, κύκλοι της αγοράς εκτιμούν πως στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Κλωστοϋφαντουργίας Ναυπάκτου συγκαταλέγονται η κατοχή του εργοστασίου και του απαιτούμενου εξοπλισμού, η πολυετής εμπειρία και τεχνογνωσία στο χώρο, η ανυπαρξία τραπεζικού δανεισμού και η μείωση του κόστους εργασίας.
Ενδεικτικό της πολύ καλής ρευστότητας της εταιρείας είναι ότι στις 30 Ιουνίου 2013, ο τραπεζικός δανεισμός ανερχόταν στο 1,82 εκατ. ευρώ και το ταμείο στα 3,42 εκατ. ευρώ. Τα ίδια κεφάλαια κατά την ίδια ημερομηνία είχαν διαμορφωθεί στα 10,3 εκατ. ευρώ.
Κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο, η δραστηριότητα της μητρικής εταιρείας (πώληση νημάτων και υφασμάτων) είχε ανασταλεί λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας που πλήττει τη χώρα, αλλά και τον κλάδο διεθνώς.
Η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου διαθέτει δύο θυγατρικές, η μία (Εκκοκκιστήρια Σοφάδων) δραστηριοποιείται στην εκκόκκιση βάμβακος και η δεύτερη (Ενεργειακή Πηνείας 2) στο χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο, ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών περιορίστηκε στα 972 χιλιάδες ευρώ, οι ζημιές διαμορφώθηκαν στα 426 χιλ. ευρώ και οι ελεύθερες ταμειακές ροές ήταν θετικές.
Σύμφωνα με την εταιρεία, «η δραστηριότητα των θυγατρικών αναµένεται να δώσει στο Β' εξάµηνο κύκλο εργασιών από τα Εκκοκκιστήρια Σοφάδων της τάξεως των 2 εκατ. ευρώ και από την «Ενεργειακή Πηνείας 2» κύκλο εργασιών της τάξης των 400 χιλ. ευρώ.
Τα προ φόρων και αποσβέσεων αποτελέσµατα αναµένεται στη χρήση αυτή να σηµειώσουν θεαµατική βελτίωση και οι σχετικές ζηµίες να µην υπερβούν τις 100-150 χιλιάδες ευρώ έναντι €1.750 χιλ. που διαµορφώθηκαν την προηγούµενη χρήση 2012.