Ελλάδα: Αυστηρή προσαρμογή, φτωχό όφελος

Η Ιρλανδία υπεβλήθη σε λιτότητα 1,7% του ΑΕΠ το χρόνο και η Ελλάδα σε προσαρμογή 5,7% του ΑΕΠ (!), διαπιστώνει το IIF. Η χώρα μας, όμως, παραμένει στη γωνία. Περισσότερος χρόνος είναι η λύση στο πρόβλημα.

Ελλάδα: Αυστηρή προσαρμογή, φτωχό όφελος
Τρία χρόνια αφότου ξεκίνησε η κρίση στην Ευρώπη, και εν μέσω ανησυχητικών στοιχείων για τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της παραγωγής σε Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, οι διαφορετικές «εμπειρίες» της Ιρλανδίας και της Ελλάδας έχουν να προσφέρουν χρήσιμα μαθήματα, γράφει σε ανάλυσή του το IIF.

Η Ιρλανδία και η Ελλάδα οδηγήθηκαν σε διαφορετικούς δρόμους προσαρμογής. Η υποκείμενη δημοσιονομική προσαρμογή στην Ιρλανδία διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε μόλις 1,7% του ΑΕΠ ετησίως την περίοδο 2010-2012, ενώ αντιθέτως στην Ελλάδα ο μέσος όρος ανήλθε σε 5,2% του ΑΕΠ ετησίως την ίδια περίοδο.

Όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο, η πιο περιορισμένη δημοσιονομική προσαρμογή βοήθησε την Ιρλανδία να επιτύχει την επανεκκίνηση της ανάπτυξης που χρειαζόταν προκειμένου να ενισχύσει τη βιωσιμότητα του χρέους και να προχωρήσει σε νέες εκδόσεις ομολόγων.

Έτσι, ελάχιστοι είναι αυτοί που αμφισβητούν πως η Ιρλανδία θα μπορέσει να αποπληρώσει πλήρως και εγκαίρως τους πιστωτές της.

Αντιθέτως, στην Ελλάδα, χώρα με πολύ υψηλότερο αρχικό χρέος και έλλειμμα, που δεν φρόντισε να εξοικονομήσει από την ισχυρή ανάπτυξη που κατέγραφε πριν από το 2008, η πολύ σκληρότερη δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτήθηκε έχει πολύ πιο αρνητικές συνέπειες στο ΑΕΠ.

Αυτό οδήγησε σε αύξηση του χρέους και ενέτεινε τις αμφιβολίες αναφορικά με την πιστοληπτική ικανότητά της, παρότι η δημοσιονομική προσαρμογή και τα «κουρέματα» των ιδιωτών πιστωτών ήταν άνευ προηγουμένου.

Παράλληλα, οι μεγάλες άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ιρλανδία, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας και οι εξαγωγές στήριξαν την ανάκαμψη της χώρας, ενώ αντιθέτως η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας θα είναι δύσκολο να διασφαλιστεί αν δεν μετριαστεί ο ρυθμός δημοσιονομικής προσαρμογής στη συνέχεια.

Η εφαρμογή του ιρλανδικού παραδείγματος στην Ελλάδα προκειμένου να υπάρξει επανεκκίνηση της ανάπτυξης θα απαιτούσε κάποια επιπλέον χρηματοδότηση, σύμφωνα με το IIF. Ωστόσο, όπως τονίζει, το τελικό κόστος θα ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό που ενδεχομένως θα χρειαστεί μελλοντικά αν συνεχίσει να υποχωρεί η παραγωγή και διατηρηθούν οι αμφιβολίες αναφορικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Όπως επισημαίνεται στην ανάλυση του IIF, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολύ διαφορετικές, δύσκολες συνθήκες. Στο πλαίσιο του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της, απαιτούνται επιπλέον μέτρα 7,4% του ΑΕΠ το 2013-2014, από τα οποία τα δύο τρίτα φέτος. 

Ως αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά επιπλέον 4-5% το 2013, προσθέτοντας άλλες 9-10 ποσοστιαίες μονάδες στο χρέος της κυβέρνησης, κυρίως λόγω περαιτέρω υποχώρησης του παρονομαστή. Το αν θα αλλάξει σημαντικά η κατάσταση το 2014, όταν θα ληφθεί μικρότερος όγκος επιπλέον μέτρων, θα εξαρτηθεί από το εάν η περαιτέρω αποδυνάμωση των εσόδων θα προκαλέσει εκτροχιασμό από τους πρωταρχικούς στόχους για το έλλειμμα και πάλι, κάτι που θα πυροδοτήσει απαιτήσεις από την τρόικα για επιπλέον μέτρα προσαρμογής.

Για να γίνει πιο θετική η δυναμική του χρέους της Ελλάδας θα απαιτηθεί επανεκκίνηση της οικονομίας. Για να γίνει αυτό θα απαιτηθεί όχι μόνο περαιτέρω προώθηση των βασικών μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και καιρό -ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και τις αποκρατικοποιήσεις- αλλά και η επαναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων του ελληνικού προγράμματος προκειμένου να ενσωματώνονται τα «μαθήματα» που έχει να δώσει το χρήσιμο παράδειγμα της Ιρλανδίας.

Η χρήση του δημοσιονομικού περιθωρίου που κερδήθηκε από την παράταση για την υπόλοιπη απαιτούμενη προσαρμογή αναμένεται ότι θα μπορέσει να περιορίσει την πτωτική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και να αναζωπυρώσει την ανάπτυξη. Η χρήση αυτού του περιθωρίου, μαζί με αύξηση της χρήσης των αναξιοποίητων διαρθρωτικών κεφαλαίων της Ε.Ε., για να δοθεί ώθηση στις δημόσιες επενδύσεις, μπορεί να μετατρέψει τον φαύλο κύκλο σε ενάρετο κύκλο.

Με υψηλούς πολλαπλασιαστές, οι αυξήσεις στις δημόσιες επενδύσεις θα βοηθούσαν ώστε να σταθεροποιηθεί η παραγωγή και να αναζωπυρωθεί η ανάπτυξη, βοηθώντας στο να μετριαστούν οι επιπτώσεις των περικοπών στους μισθούς του δημοσίου και στις συντάξεις, αμβλύνοντας τη μακροοικονομική επίπτωση αυτών των απαραίτητων μέτρων.

Η παράταση του χρονοδιαγράμματος της δημοσιονομικής προσαρμογής για μία ακόμα φορά για να εξαλειφθεί το τρέχον front-loading (εμπροσθοβαρές) μπορεί να καταστήσει απαραίτητη την επιπλέον χρηματοδότηση υπό τη μορφή επιπλέον μειώσεων στα επιτόκια των δανείων από τον επίσημο τομέα ώστε να προσεγγίσουν τα ιστορικά χαμηλά κόστη της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης.

Η επιπλέον χρηματοδότηση θα χρειαστεί μόνο μέχρις ότου ξεκινήσει και πάλι η ανάπτυξη, γεγονός που θα τονώσει τα φορολογικά έσοδα. Στο μεταξύ, θα πρέπει να δοθεί λιγότερη έμφαση στα προβλεπόμενα επίπεδα χρέους στο τέλος της δεκαετίας.

Η ιστορία δυο… προσαρμογών


Η Ελλάδα και η Ιρλανδία θεωρείται γενικά ότι αντιπροσωπεύουν τα αντίθετα άκρα, όταν αποτιμάται η προσπάθεια προσαρμογής που κατέβαλλαν. Οι αγορές ομολόγων έχουν αντιδράσει ευνοϊκά στην σχετική επιτυχία της Ιρλανδίας, η οποία επανεκκίνησε την ανάπτυξή της ήδη από το 2011, την πρώτη χρονιά εφαρμογής του προγράμματος της τρόικας. Η νέα έκδοση ομολόγων και τα σημαντικά μειωμένα επιτόκια των ομολόγων –που έχουν υποχωρήσει σε λιτότερο από το 4% στις δευτερογενείς αγορές- υποδηλώνουν ότι η Ιρλανδία έχει ισχυρές πιθανότητες να σταματήσει επιτυχώς να εξαρτάται από την χρηματοδότηση του επίσημου τομέα –και μάλιστα με επαρκή αποθέματα ρευστού- όταν λήξει το πρόγραμμα διάσωσής της τον Δεκέμβριο του 2013.

Η Ελλάδα, αντιθέτως, είδε την οικονομία της να συρρικνώνεται κατά 20% από το 2008, κάτι που προκάλεσε εκτίναξη της ανεργίας στο 26%. Αν και οι ομολογιούχοι υπέστησαν μαζικά, άνευ προηγουμένου «κουρέματα» μέσω της ανταλλαγής ομολόγων στις αρχές του 2012 και της επαναγοράς ομολόγων εννέα μήνες αργότερα, εξακολουθούν αν υπάρχουν αμφιβολίες αναφορικά με την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η πρόσβαση στην αγορά συνεχίζει να αποτελεί μια πολύ απομακρυσμένη προοπτική. Οι διαφορετικές αποτιμήσεις αναφορικά με την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ιρλανδίας και της Ελλάδας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις διαφορές των αναπτυξιακών επιδόσεων των δυο χωρών.


Ελλείμματα και χρέη: Διαφορετικά, αλλά όχι τόσο

Το κρατικό χρέος της Ελλάδας παραμένει υψηλότερο από αυτό της Ιρλανδίας. Όμως, το έλλειμμα της Ιρλανδίας είναι μεγαλύτερο από το 2010, εξαιρουμένου του κόστους αναδιάρθρωσης των τραπεζών, και θα παραμείνει υψηλότερο μέχρι το 2015, σύμφωνα με τους στόχους του προγράμματος της χώρας. Ως αποτέλεσμα, σημειώνει στην ανάλυσή του το Ινστιτούτο, το ιρλανδικό κρατικό χρέος, αν και είναι χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας, θα είχε αυξηθεί σχεδόν σε ελληνικά επίπεδα την περίοδο 2010-2012 αν δεν είναι μειωθεί όσο μειώθηκε το ελληνικό χρέος το 2012 από την ανταλλαγή και την επαναγορά ομολόγων τον Μάρτιο και τον Δεκέμβριο αντίστοιχα.


Οι «αντίθετοι άνεμοι» της ελληνικής οικονομίας

Σύμφωνα με το IIF, σρησιμοποιώντας συνολικούς πολλαπλασιαστές 0,4 για την Ιρλανδία και 1,0 για την Ελλάδα, ο ηπιότερος ρυθμός δημοσιονομικής προσαρμογής της Ιρλανδίας υποδηλώνει ότι τα μέτρα προσαρμογής έχουν μειώσει το πραγματικό ΑΕΠ κατά σχεδόν 1% ετησίως την περίοδο 2010-2012. Άλλοι παράγοντες, και κυρίως οι εξαγωγές, έχουν προσθέσει 1,25% ετησίως στο πραγματικό ΑΕΠ.

Αντιθέτως στην Ελλάδα, ο πολλαπλασιαστής 1,0 υποδηλώνει πως οι προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής έχουν προκαλέσει συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,25% ετησίως, ενώ άλλοι παράγοντες –πέραν των εξαγωγών- έχουν προκαλέσει περαιτέρω συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1% ετησίως.



ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v