Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ύφεση 2,9% το 2011 προβλέπει η ΕΤΕ

Στο 2,9% θα διαμορφωθεί η ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2011, εκτιμά η Εθνική Τράπεζα. Ευρύτατα τα περιθώρια βελτίωσης της αποτελεσματικότητας. Οι κλάδοι που αναμένεται να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ύφεση 2,9% το 2011 προβλέπει η ΕΤΕ
Στο 2,9% θα διαμορφωθεί η ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2011, εκτιμά η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ. Ευρύτατα τα περιθώρια βελτίωσης της αποτελεσματικότητας. Οι κλάδοι που αναμένεται να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Αναλυτικότερα, η Διεύθυνση Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της τράπεζας, σε ανάλυσή της για την ελληνική οικονομία, αναφέρει τα εξής:

Η παρατεταμένη περίοδος συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας θα περιορίσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα …

Η εντεινόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας συνεπάγεται ένα σημαντικό βραχυπρόθεσμο κόστος για την ελληνική οικονομία σε όρους απώλειας παραγωγικού δυναμικού η οποία αντικατοπτρίζεται στην αναμενόμενη σωρευτική μείωση της απασχόλησης (κατά 6-7 % την τριετία 2009-2011) και της επένδυσης ως ποσοστού στο ΑΕΠ από (21 σε 14½ το 2011).

Ως συνέπεια της συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας ο δυνητικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης θα περιοριστεί στο 1,5% περίπου το 2011 από 3.0%, κατά μέσο όρο, την περίοδο 2000-2008 και θα παραμείνει χαμηλός εάν δεν αυξηθεί η αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς ο μεσοπρόθεσμος μέσος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης (2011-2015) θα υπολείπεται του μ.ο. της προηγούμενης δεκαετίας (+0.8% έναντι 1.4% την περίοδο 2000-2008, μη συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης της αδήλωτης εργασίας), ενώ το ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο ΑΕΠ θα ανακάμψει προς το μακροχρόνιο μέσο όρο του 19½ % (συγκριτικά με 23½ % κατά μ.ο. μεταξύ 2000-2008).

Ειδικότερα, η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία -- και βασική πηγή αμφιβολιών για αυτούς που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό της ελληνική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης – είναι η επανάκαμψη του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης σε ένα επίπεδο υψηλότερο του 2.5%, το οποίο αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μία βιώσιμη πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και ειδικά του δημοσίου χρέους.

…ενώ η ανάκαμψη θα πρέπει να επιτευχθεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο ευνοϊκό από αυτό που χαρακτήρισε το μεγαλύτερο τμήμα της προηγούμενης δεκαετίας.

Η οικονομική ανάκαμψη θα πρέπει να συντελεστεί σε ένα περιβάλλον πολύ λιγότερο φιλικό συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία. Συγκεκριμένα οι εξαιρετικά ευνοϊκές μακροοικονομικές και χρηματοδοτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ σε συνδυασμό με το ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον (τουλάχιστον κατά την περίοδο 2003-2007) και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων εξασφάλισαν έναν ισχυρό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση και όχι στις εξαγωγές.

Ο υψηλός ρυθμός αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας όμως δε συνοδεύτηκε από μία αναδιάρθρωση του υποδείγματος οικονομικής ανάπτυξης καθώς η στρεβλή δομή των κινήτρων σε επιχειρηματικό επίπεδο ανατροφοδοτήθηκε από τις εμφανείς ανεπάρκειες του δημόσιου τομέα και αυτό αντανακλάται στη σημαντική διεύρυνση των μακροοικονομικών ανισορροπιών (δημοσιονομικό έλλειμμα, έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).

Ως εκ τούτου, η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε εξαιρετικά ευάλωτη στην κυκλική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία ξεκίνησε με έναυσμα τη διεθνή οικονομική κρίση, συνεχίστηκε με ταχεία μείωση της εγχώριας ζήτησης -- η οποία συνοδεύτηκε από επιβράδυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου και σταδιακή μείωση της απασχόλησης -- αναδεικνύοντας το πλήρες μέγεθος των ανισορροπιών της οικονομίας.

Οι δημοσιονομικές ανισορροπίες μεγεθύνθηκαν σε πρωτοφανές επίπεδο λόγω της εξαιρετικά δυσμενούς επανεκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου της χώρας από τις αγορές που επιδείνωσε δραματικά τις συνθήκες χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου (μέχρι την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης), και κατ’επέκταση των τραπεζών, με αποτέλεσμα οι πιστωτικές συνθήκες για τον ιδιωτικό τομέα να γίνουν δυσχερέστερες και οι υφεσιακές πιέσεις να γίνουν αυτοτροφοδοτούμενες.

…αλλά η κατάσταση είναι αναστρέψιμη καθώς τα περιθώρια βελτίωσης της οικονομικής αποτελεσματικότητας είναι ευρύτατα…

Βασικές συνιστώσες αύξησης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και της απασχόλησης την τελευταία δεκαετία, και αποδέκτες ενός σημαντικού ποσοστού –του φαινομενικά υψηλού συνολικού επιπέδου επενδύσεων στην ελληνική οικονομία – ήταν κλάδοι οι οποίοι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, έχουν μικρή επίδραση στην οικονομική αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Κύρια παραδείγματα αποτελούν ο τομέας λιανικών και χονδρικών πωλήσεων, οι κατασκευές (κυρίως το σκέλος των οικιστικών κατασκευών και των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων) και οι υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Οι προαναφερόμενοι κλάδοι επωφελούμενοι από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, τη μικρή έκθεση στον ανταγωνισμό από το εξωτερικό και τις χρόνιες διαρθρωτικές ακαμψίες στη λειτουργία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα, εξασφάλισαν ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους. Πράγματι, το περιθώριο κέρδους στον κλάδο του λιανικού και χονδρικού εμπορίου σε κλαδικό επίπεδο ανερχόταν την τελευταία δεκαετία σε σχεδόν 10% συγκριτικά με 5.7% για την ευρωζώνη.

Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και μεσαζόντων στον ίδιο κλάδο – όπου ο συνολικός κύκλος εργασιών σαν ποσοστό του ΑΕΠ ήταν κατά 1.7 φορές υψηλότερος στην Ελλάδα -- περιόριζε το μέσο κέρδος ανά επιχείρηση σε επίπεδο 65% χαμηλότερο από την ευρωζώνη. Παράλληλα συνετέλεσε στη διαιώνιση μιας επιχειρηματικής διάρθρωσης, σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, βασισμένης κατά συντριπτικό ποσοστό σε πολύ μικρές επιχειρήσεις (το μέσο μέγεθος της μέσης ελληνικής επιχείρησης είναι 80% μικρότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης σε όρους απασχολούμενων ατόμων). Η ιδιόμορφη αυτή διάρθρωση δε συναντάται σε αυτή την έκταση ούτε σε χώρες ούτε σε τμήματα χωρών με παρόμοια επιχειρηματικά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα όπως η Πορτογαλία ή η Ν. Ιταλία.

Είναι επίσης σημαντικό να τονισθεί ότι οι προαναφερόμενοι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας -- οι οποίοι στόχευαν στην εγχώρια κατανάλωση -- όπως επίσης και ο κλάδος της μεταποίησης, χαρακτηρίζονταν από ένα υψηλό βαθμό εξάρτησης από εισαγωγές με συνέπεια να συνιστούν βασικούς υπαίτιους της διεύρυνσης των εξωτερικών ανισορροπιών της χώρας

Η δημιουργία και επιβίωση αυτών των επιχειρήσεων αντανακλά τις γενικότερες στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκ των οποίων πηγάζουν από την ανεπάρκεια και τις παρεμβάσεις των κρατικών πολιτικών.

Η γραφειοκρατία (π.χ. πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης) και οι εκτεταμένοι διοικητικοί περιορισμοί συντήρησαν ένα περιβάλλον ανεπαρκούς ανταγωνισμού, σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών που σε συνδυασμό με τα ευρύτερα περιθώρια φοροδιαφυγής και αποτέλεσαν βασικές αιτίες επιβίωσης αυτής της αναποτελεσματικής επιχειρηματικής διάρθρωσης.

Κατά συνέπεια οι φτωχές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας (όπως μετράται από το μερίδιο του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης που δεν ερμηνεύεται από την αύξηση των παραγωγικών συντελεστών κεφάλαιο και εργασία) και ανταγωνιστικότητας, αντανακλούν κυρίως τη συνδυασμένη επίδραση των παραπάνω παραγόντων και σε πολύ μικρότερο βαθμό τις απώλειες σε όρους ανταγωνιστικότητας κόστους (οι οποίες ακολούθησαν τάση όχι πολύ υψηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης εκτός της Γερμανίας).

Πράγματι, παρά τον ισχυρό ρυθμό αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και την ικανοποιητική αύξηση της απασχόλησης (ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι ώρες απασχόλησης και η επίδραση της αδήλωτης εργασίας) η οικονομική αποτελεσματικότητα της παραγωγής υπολείπονταν σημαντικά του μέσου όρου της ευρωζώνης. Η Δ/ση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η οικονομική αποτελεσματικότητα συνεισέφερε λιγότερο από 30% -- συγκριτικά με 60% που συνεισέφεραν μαζί κεφάλαιο και εργασία -- στη σωρευτική αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης μεταξύ 1999 και 2008.

…η ύφεση επιταχύνει το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας αλλά οι διαρθρωτικές μεταβολές και η επιχειρηματική πρωτοβουλία θα είναι οι καταλύτες για την οικονομική ανάκαμψη…

Η τριετής ύφεση που αναμένεται τελικά να βιώσει η ελληνική οικονομία και η οποία συνοδεύεται από σημαντική κάμψη στο επίπεδο εγχώριας ζήτησης αλλά και σε αλλαγή της διάρθρωσής της, έχει θέσει ήδη σε κίνηση τη διαδικασία του οικονομικού μετασχηματισμού. Η συνεισφορά των κλάδων που αποτέλεσαν βασικούς τροφοδότες της οικονομικής δραστηριότητας (βλ. λιανικό χονδρικό εμπόριο, κατασκευές και βασικές υπηρεσίες προς εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις) συρρικνώνεται και αναμένεται να διαφοροποιηθεί προς περισσότερο εξωστρεφείς δραστηριότητες.

Κλάδοι που θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε βασικά συστατικά ενός πιο εξωστρεφούς και βιώσιμου αναπτυξιακού υποδείγματος για την ελληνική οικονομία. (βλ. επόμενη παράγραφο) είναι:

i) οι μεταφορές (και κυρίως η ναυτιλία που ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετία αποτέλεσε τον πλέον ταχέως αναπτυσσόμενο εξωστρεφή κλάδο της ελληνικής οικονομίας),

ii) οι τουριστικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας εκτός του εννοούμενου παραδοσιακού πλαισίου της τουριστικής οικονομίας (λ.χ αγορά σπιτιών από μη κατοίκους, τουρισμός πολυτελείας),

iii) κλάδοι συνδεόμενοι με την ανανεώσιμη ενέργεια,

iv) ποιοτικοί κλάδοι της πρωτογενούς παραγωγής (π.χ. ιχθυοκαλλιέργειες), και τέλος

v) ο τομέας της εκπαίδευσης.

Προαπαιτούμενο σε αυτή τη διαδικασία είναι ο έγκαιρος μετασχηματισμός του μακροοικονομικού και μικροοικονομικού πλαισίου ώστε να μην αποτελούν τροχοπέδη στην ανάληψη υγιούς επιχειρηματικής δραστηριότητας και να διευκολύνουν τη βέλτιστη κατανομή των παραγωγικών πόρων προς τις πλέον αποδοτικές και όχι τις πλέον βολικές χρήσεις τους.

Βασική προτεραιότητα είναι η ανάκτηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Ως εκ τούτου, η μείωση της φοροδιαφυγής, η βέλτιστη διαχείριση των κρατικών δαπανών, ώστε να μη συντηρούν μη-παραγωγικές δραστηριότητες, και η εξασφάλιση ενός υγιούς, ρυθμιστικού και όχι παρεμβατικού ρόλου του κράτους, θα παράσχουν από μόνα τους σημαντική αναπτυξιακή ώθηση περιορίζοντας τη χρηματοδοτική εκτόπιση και τη στρέβλωση των επιχειρηματικών κινήτρων για τον ιδιωτικό τομέα.

Η προώθηση των διαρθρωτικών μεταβολών με άρση των διοικητικών εμποδίων και θεσμικών ανεπαρκειών, η επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης (συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών υποθέσεων) και κυρίως η προσαρμογή της λειτουργίας της αγοράς εργασίας καθώς και του εκπαιδευτικού συστήματος στις απαιτήσεις της συγκυρίας , αλλά κυρίως στις απαιτήσεις του μέλλοντος, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ανάκτηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.

…ενώ υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι οι οποίοι δύνανται να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας

Η Δ/ση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ εκτιμά ότι η αξιοποίηση από την Ελλάδα των υφιστάμενων και δυνητικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της οικονομίας μας σε εξωστρεφείς, κατά το πλείστον, τομείς θα μπορούσε να αυξήσει το δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κατά τουλάχιστο 1.5 ποσοστιαία μονάδα ετησίως (σε επίπεδο υψηλότερο του 2½ % ετησίως) συντελώντας αποφασιστικά στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών εφόσον οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές προωθηθούν με αποφασιστικότητα. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρονται τα ακόλουθα

• Η εκμετάλλευση αναξιοποίητων πτυχών της σύγχρονης τουριστικής βιομηχανίας, (πέρα από το παραδοσιακό υπόδειγμα καλοκαιρινών διακοπών) που χαρακτηρίζονται από υψηλή προστιθέμενη αξία και τις οποίες έχουν εκμεταλλευτεί σημαντικά άλλες χώρες. Τέτοιες πτυχές αποτελούν η ζήτηση κατοικίας από αλλοδαπούς συνταξιούχους ή αγοραστές εξοχικής κατοικίας (βλ. Ισπανία) που θα μπορούσε να υποστηρίξει επενδύσεις στην αγορά ακινήτων της τάξης των 15 δις ευρώ σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα προσθέτοντας άνω της μισής ποσοστιαίας μονάδας στον ετήσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.

Η παροχή ιατρικών υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα (βλ. παραδείγματα Γερμανίας και Ισραήλ) και η παροχή τουριστικών υπηρεσιών πολυτελείας (όπως υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών πολυτελείας) αποτελούν άλλες διαστάσεις της τουριστικής βιομηχανίας με σημαντικά αναξιοποίητα πλεονεκτήματα. Βασικά προαπαιτούμενα για την αξιοποίηση των προαναφερόμενων ευκαιριών αποτελούν, μεταξύ άλλων, η αποτελεσματική ρύθμιση των χρήσεων γης και ένα πλήρες κτηματολόγιο σε συνδυασμό με ένα σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό πλαίσιο.

• Η ανάπτυξη του κλάδου της κρουαζιέρας στον οποίο η Ελλάδα διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ως προορισμός (αποτελώντας προορισμό για το 20% των επιβατών κρουαζιέρας στη ΕΕ), αλλά δεν προσπορίζει τα ανάλογα έσοδα (μόνο 10% των συνολικών εισπράξεων της ΕΕ το 2008) σε αντίθεση με άλλες χώρες, κυρίως στη δυτική Μεσόγειο, οι οποίες αποτελούν βασικά σημεία επιβίβασης τουριστών εξαιτίας της μειωμένης έως πρόσφατα ελκυστικότητας των ελληνικών λιμανιών ως αποτέλεσμα διοικητικών περιορισμών. Η εφαρμογή του νόμου για το καμποτάζ, μαζί ενδεχομένως με τις επιπρόσθετες προσαρμογές στα διεθνή πρότυπα ώστε να καταστεί η Ελλάδα απόλυτα ανταγωνιστικός χώρος δραστηριοποίησης για τις εταιρίες κρουαζιέρας, θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να αντλήσει το μερίδιο των εσόδων που της αντιστοιχούν βάσει της σημασίας της ως προορισμού.

• Η ανάδειξη της Ελλάδας σε διαμετακομιστικό κόμβο για μεταφορά εμπορευμάτων από και προς τη ΝΑ Ευρώπη θα μπορούσε να αυξήσει τον όγκο του διακινούμενου εμπορίου κατά 75% (από περίπου 170 εκατομμύρια τόνους σήμερα σε 290 εκατομμύρια τόνους έως το 2015) αναδεικνύοντας την Ελλάδα σε ηγετικό κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο – ανταγωνιστικό των αντίστοιχων λιμανιών της δυτικής Μεσογείου -- και εξασφαλίζοντας οφέλη τόσο για τις ελληνικές μεταφορές όσο και ευκαιρίες ανάπτυξης για εταιρίες παροχής επικουρικών υπηρεσιών.

Η προσέλκυση σημαντικών ιδιωτικών επενδύσεων σε λιμάνια και δίκτυα μεταφορών, μέσω αποτελεσματικής εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας για προσέλκυση επενδύσεων αλλά και της απελευθέρωσης των σχετικών κλειστών επαγγελμάτων αποτελούν βασικό συστατικό μιας επιτυχημένης στρατηγικής στο συγκεκριμένο κλάδο. Η παράλληλη ανάπτυξη ενός σημαντικού φάσματος σχετιζόμενων υπηρεσιών (λογισμικού, αποθήκευσης, τροφοδοσίας, ασφάλισης και άλλων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) μπορούν να πολλαπλασιάσουν τα δυνητικά οφέλη για την ελληνική οικονομία.

• Η δυνατότητα παροχής περισσότερων επικουρικών υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας στο ναυτιλιακό κλάδο (που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων νομικές, διαχειριστικές, χρηματοπιστωτικές και υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών) οι οποίες αντιπροσωπεύουν άνω του 30% του κύκλου εργασιών της ευρύτερης ναυτιλιακής βιομηχανίας (όπως καταδεικνύουν τα παραδείγματα του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ολλανδίας και της Δανίας) και για τις οποίες οι ναυτιλιακές μας εταιρίες πληρώνουν σημαντικά κεφάλαια στο εξωτερικό αποτελεί μία ακόμη δυνατότητα. Η εξασφάλιση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ακόμη και με συνδυασμένη παροχή υπηρεσιών σε διασυνοριακό επίπεδο (όπως προβλέπεται και από τη σχετική Οδηγία της ΕΕ για παροχή υπηρεσιών που πρόκειται να ενσωματωθεί πλήρως στο εθνικό μας δίκαιο), θα διευκολύνει την άντληση των μέγιστων δυνατών ωφελειών από το συγκεκριμένο τομέα.

• Η αναβάθμιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και ειδικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με παράλληλη εκμετάλλευση του τεράστιου ακαδημαϊκού δυναμικού της ελληνικής διασποράς καθώς και των δωρεών από εύπορους έλληνες, θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον επαναπατρισμό ενός σημαντικού τμήματος των ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν στο εξωτερικό (8% του συνόλου, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό των φοιτητών παραμένει στα ελληνικά πανεπιστήμια για ένα χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον ελάχιστο χρόνο φοίτησης, συγκριτικά με 2.5% για το μ.ο. της ευρωζώνης) και να αναδείξει τη χώρα σε ένα πόλο έλξης για την ταχέως αναπτυσσόμενη ζήτηση ποιοτικών σπουδών από τις γειτονικές μας χώρες της Ν.Α Ευρώπης

• Ο τομέας της ανανεώσιμης ενέργειας στον οποίο η Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί -- παρά τα αναμφισβήτητα συγκριτικά της πλεονεκτήματα -- ενώ παράλληλα η χώρα μας είναι από τις πλέον εξαρτώμενες σε εισαγωγές μη ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων. Ο συγκεκριμένος τομέας θα μπορούσε να δημιουργήσει επενδύσεις άνω των 13 δις ευρώ την επόμενη πενταετία υποκαθιστώντας ένα σημαντικό ποσοστό των υψηλών εισαγωγών ενεργειακών αγαθών. Η διασφάλιση ενός διαφανούς και ανταγωνιστικού ρυθμιστικού πλαισίου με ορθολογικά κίνητρα και αξιόπιστη αποτίμηση των μελλοντικών αναγκών θα επιτρέψει στη ελληνική οικονομία να αξιοποιήσει αποτελεσματικότερα και αυτό το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα.

• Ο πρωτογενής τομέας μπορεί να ανακάμψει από τη μακροχρόνια τάση συρρίκνωσης του, επενδύοντας αποτελεσματικότερα στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της ελληνικής παραγωγής και χαράσσοντας μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική που να υπερβαίνει τους βραχυπρόθεσμους τακτικισμούς για εκμετάλλευση της ΚΑΠ.

Οι κλάδοι των ιχθυοκαλλιεργειών και του λαδιού αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα εξωστρεφών κλάδων με σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και οι οποίοι θα μπορούσαν να αυξήσουν τη συνεισφορά τους στις ελληνικές εξαγωγές κατά περισσότερο από 40% τα επόμενα χρόνια, επενδύοντας στην ποιοτική διαφοροποίηση,στην αποτελεσματικότερη προβολή και στη γεωγραφική διαφοροποίηση προς ραγδαία αναπτυσσόμενες νέες αγορές (βλ. Κίνα, Ρωσία).


Ολόκληρο το κείμενο της μελέτης (στα αγγλικά) μπορεί να ανευρεθεί στην ακόλουθη ηλεκτρ. διεύθυνση: http://www.nbg.gr/PRESS/PUBLICATIONS/Economic and Financial Bulletin

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v