Προβόπουλος: Μοναδική ευκαιρία το μνημόνιο

Το μνημόνιο με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ δίνει στην ελληνική οικονομία τη μοναδική ευκαιρία να προσαρμοστεί θέτοντας σε κίνηση μια θετική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, τονίζει ο κ. Γ. Προβόπουλος.

Προβόπουλος: Μοναδική ευκαιρία το μνημόνιο
Το μνημόνιο με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ δίνει στην ελληνική οικονομία τη μοναδική ευκαιρία να προσαρμοστεί θέτοντας σε κίνηση μια θετική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, η οποία, μεταξύ άλλων, θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τονίζει μεταξύ άλλων ο επικεφαλής της ΤτΕ, κ. Γιώργος Προβόπουλος. 

Αναλυτικότερα, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε σήμερα πολυσέλιδο τόμο στον οποίο περιλαμβάνονται 16 επιμέρους μελέτες για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας.

Στις μελέτες εξετάζονται οι αιτίες των ανισορροπιών που χαρακτηρίζουν το ισοζύγιο και διατυπώνονται προτάσεις για την αντιμετώπισή τους. Στον πρόλογο του τόμου, που υπογράφει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γεώργιος Προβόπουλος, τονίζονται μεταξύ άλλων τα εξής:

Στις συνθήκες της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα, ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται πρωτίστως στις σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις. Ωστόσο, υπάρχει μια πρόσθετη επίσης μεγάλη πρόκληση: η εξωτερική ανισορροπία της οικονομίας, με τη μορφή του μεγάλου και επίμονου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Αυτές οι δύο προκλήσεις είναι αλληλένδετες, στον βαθμό όπου το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα συνδέεται με το χρόνιο μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, όμως, το μέγεθος και η επιμονή της εξωτερικής ανισορροπίας υποδηλώνουν επίσης την ύπαρξη σημαντικών διαρθρωτικών προβλημάτων.

Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα διαμορφωνόταν μεταξύ του 0% και 5% του ΑΕΠ. Από το 2000 και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά προς το χειρότερο και το έλλειμμα κορυφώθηκε στο 14% του ΑΕΠ το 2008.

Τα υψηλά και παρατεταμένα ελλείμματα, τα οποία αντανακλούν την ανεπάρκεια της αποταμίευσης, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, δημιουργούν εξωτερικό χρέος. Τα χρέη δεν μπορούν να συνεχίζουν να συσσωρεύονται επ’ άπειρον, αφού πρέπει καθ' οδόν να εξυπηρετούνται και στη λήξη τους να αποπληρώνονται.

Το γεγονός αυτό καταρρίπτει και την υπερβολικά αισιόδοξη άποψη ότι τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εντός μιας νομισματικής ένωσης δεν έχουν σημασία. Μπορεί μεν για μία χώρα που μετέχει σε νομισματική ένωση να μην αποτυπώνεται στο εθνικό της νόμισμα η ανησυχία των αγορών για τη δυναμική του χρέους, όμως αντανακλάται στους όρους δανεισμού της.

Οι μελέτες του παρόντος τόμου αποτελούν συμβολή στον διάλογο σχετικά με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και τις επιλογές πολιτικής για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και, κατ’ επέκταση, για τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε διατηρήσιμα επίπεδα.

Τα επιμέρους κεφάλαια παρουσιάζουν πρωτότυπο ερευνητικό έργο, εξετάζοντας τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας από τρεις οπτικές γωνίες: τη μακροοικονομική, τη μικροοικονομική και την ανάλυση του δυνητικού προϊόντος και των πηγών, ή παραγόντων, που προσδιορίζουν τον μακροπρόθεσμο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από την πλευρά της ζήτησης, από το γεγονός δηλαδή ότι η εγχώρια ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών υπερβαίνει το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας αντανακλώντας τις εσωτερικές ανισορροπίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.

Σε μικροοικονομικό επίπεδο, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικότητας τιμών - κόστους και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Οι σχετικοί δείκτες καταγράφουν για την Ελλάδα, από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ σωρευτική μέχρι σήμερα απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών - κόστους της τάξεως του 20% - 25%.

Το γεγονός αυτό θέτει το ερώτημα κατά πόσον η παραγωγή είναι προσανατολισμένη προς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με την τρίτη οπτική γωνία, η βελτίωση των μακροοικονομικών επιδόσεων μιας χώρας μέσω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας ανάγεται τελικά σε ζήτημα βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών, δηλαδή της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου.

Ποιες προτάσεις πολιτικής θα μπορούσαν να προκύψουν από τις ανωτέρω προσεγγίσεις στο ζήτημα της ανταγωνιστικότητας; Η μακροοικονομική προσέγγιση οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα: Οι πολιτικές που βελτιώνουν τη δημοσιονομική θέση συμβάλλουν στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ενθαρρύνουν την αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα και τιθασεύουν τον καταναλωτικό δανεισμό συμβάλλουν στη γεφύρωση του χάσματος επενδύσεων - αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Τέτοιες πολιτικές επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κατά κύριο λόγο από την πλευρά της ζήτησης και αποβλέπουν στην επανευθυγράμμιση των ρυθμών ανόδου της συνολικής ζήτησης στην οικονομία με τους ρυθμούς ανόδου των παραγωγικών δυνατοτήτων της.

Η μικροοικονομική προσέγγιση δίνει έμφαση στην ανάγκη να βελτιωθούν οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς και να προωθηθούν η εξωστρέφεια και η ευελιξία στην αντιμετώπιση των εξωτερικών κραδασμών που μπορεί να προκύψουν στη νομισματική ένωση. Για τον σκοπό αυτόν απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης) και στις αγορές προϊόντων, καθώς και αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών.

Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας πρέπει να ενισχύει τα κίνητρα και τις ευκαιρίες συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, να βελτιώνει διαρκώς την ποιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου (π.χ. μέσω αποτελεσματικών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης) και να παρέχει στην αγορά εργασίας την ευελιξία που επιτρέπει ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από απροσδόκητες διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα οδηγήσει σε υψηλότερη συνολική παραγωγικότητα, ενισχύοντας έτσι, σε μόνιμη βάση, τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης και απασχόλησης.

Παράλληλα με τη βελτίωση της εκπαίδευσης, μεγαλύτερη έμφαση πρέπει να δίνεται γενικότερα στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση και ιδιαίτερα στην απόκτηση δεξιοτήτων συμβατών με τις ευκαιρίες και τις νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργεί η πρόοδος της τεχνολογίας.

Η μεγαλύτερη ευελιξία διευκολύνει την προσαρμογή, στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, στην οποία εξ ορισμού η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμών - κόστους δεν μπορεί να προέλθει από υποτίμηση του νομίσματος, αλλά από τη βελτίωση του σχετικού κόστους και των σχετικών περιθωρίων κέρδους σε σύγκριση με τις λοιπές περιοχές της ένωσης. Χωρίς αυτήν την ευελιξία, οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα συνεπάγονται υψηλότερο κόστος σε όρους ανεργίας και αναξιοποίητων ευκαιριών παραγωγικής απασχόλησης.

Παράλληλα με τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων. Η ύπαρξη ευέλικτων αγορών ενισχύει τον ανταγωνισμό και προσδίδει στα περιθώρια κέρδους την ευελιξία που είναι αναγκαία για να διευκολύνεται η προσαρμογή στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης. Η κατάργηση των χρονοβόρων και δαπανηρών γραφειοκρατικών διαδικασιών που συνδέονται με την ίδρυση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων είναι επίσης απαραίτητη για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, της πειθαρχίας των αγορών και της αποτελεσματικής κατανομής των παραγωγικών πόρων.

Με αυτόν τον τρόπο, θα καταστεί πιο αποτελεσματική και η διαδικασία των διαρθρωτικών αλλαγών, δηλαδή ο αναπροσανατολισμός του παραγωγικού δυναμικού της χώρας προς προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και σε τομείς στους οποίους οι προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς είναι καλύτερες.

Τέλος, πέραν των προσαρμογών που είναι αναγκαίες και αφορούν στον χώρο αμιγώς της οικονομικής πολιτικής, απαιτείται παράλληλα γενικότερη αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Επειδή οι θεσμοί επηρεάζουν την οικονομία μέσω ενός πλέγματος κινήτρων ή αντικινήτρων, επιδρούν στον σχηματισμό υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, ενθαρρύνουν ή αποθαρρύνουν την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και την οργάνωση της παραγωγής. Η ποιότητα των θεσμών συνδέεται με τη λειτουργία του κράτους δικαίου, με την έκταση των γραφειοκρατικών εμποδίων στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας και με την εκδήλωση φαινομένων διαφθοράς ή παραβατικής συμπεριφοράς. Οι διεθνείς συγκρίσεις υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ωφεληθεί σημαντικά από τη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών της.

Πολλές από τις πολιτικές που χρειάζονται για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνονται στο οικονομικό πρόγραμμα που συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2010 μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Το πρόγραμμα παρέχει στην ελληνική οικονομία τη μοναδική ευκαιρία να προσαρμοστεί θέτοντας σε κίνηση μια θετική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, η οποία, μεταξύ άλλων, θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι μεγάλο. Η σημερινή κρίση θα μπορούσε να αποδειχτεί ο καταλύτης για μια νέα πορεία που θα αναμορφώσει την οικονομία, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία της Ελλάδας εντός της ζώνης του ευρώ. 
 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v