Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

EFG: Η χρεοκοπία δεν είναι επιλογή για την Ελλάδα

Η στάση πληρωμών δεν είναι εφικτή για ένα μέλος της ευρωζώνης, αναφέρει μελέτη της Eurobank, καλώντας τη χώρα να λάβει αποφασιστικά μέτρα. Οι επιπτώσεις στις διαθέσιμες επιλογές πολιτικής και ο "αργός θάνατος".

EFG: Η χρεοκοπία δεν είναι επιλογή για την Ελλάδα
Η στάση πληρωμών δεν είναι εφικτή για ένα κράτος-μέλος της ευρωζώνης, αναφέρει μελέτη της Eurobank, καλώντας τη χώρα να λάβει αποφασιστικά μέτρα.

Εφόσον δεν υπάρχουν οι προσωρινές ανακουφίσεις των υποτιμήσεων, χρειάζεται ταχεία εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα και αύξησης των εξαγωγών. Ειδάλλως, η αποφυγή του "αργού θανάτου" της ελληνικής οικονομίας θα επιτευχθεί αναγκαστικά με την επιβολή πολυετούς ύφεσης, η οποία θα μειώσει μισθούς και τιμές, σημειώνει μεταξύ άλλων ο δρ Τάσος Αναστασάτος, senior economist της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της τράπεζας.

Αναλυτικότερα, η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG σήμερα εξέδωσε το ένατο τεύχος του τέταρτου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές. Στο τεύχος αυτό φιλοξενούνται άρθρα του καθηγητή κ. Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου, συμβούλου οικονομικών μελετών, και του δρα Τάσου Αναστασάτου, senior economist της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank EFG.

Η μελέτη του δρα Τάσου Αναστασάτου έχει τίτλο "Γιατί η χρεοκοπία δεν αποτελεί επιλογή: Κόστη, διαφορές και επιπτώσεις στις διαθέσιμες επιλογές οικονομικής πολιτικής". Η μελέτη αναλύει γιατί η χρεοκοπία δεν είναι επιθυμητή με καθαρά οικονομικά κριτήρια, πέραν των συμβολισμών της.

Οι χρεοκοπίες συνοδεύονται από απώλεια συναλλαγματικών διαθεσίμων, από υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (όταν αυτή είναι ανεξάρτητη), από συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα (τραπεζικός πανικός, μείωση καταθέσεων, φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, καταρρεύσεις κάποιων εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων), από δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα, επιτάχυνση της νομισματικής προσφοράς και πληθωρισμό, από αύξηση του κόστους δανεισμού, πολυετή ύφεση μετά το χρεοστάσιο, καθώς και από μακροχρόνια οικονομικοπολιτική εξάρτηση. Για μια ανεπτυγμένη χώρα σαν την Ελλάδα τα κόστη φήμης και αξιοπιστίας από μία χρεοκοπία θα ήταν πιο επώδυνα, η παροχή βοήθειας μετά την κήρυξη χρεοκοπίας δυσχερέστερη και η φυγή κεφαλαίων μεγαλύτερη.

Η παρούσα κατάσταση, ωστόσο, παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τις ιστορικές χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους, κυρίως λόγω της μεγάλης ανόδου του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε σχέση με το παρελθόν και της προστασίας που παρέχει η συμμετοχή στην ΟΝΕ. Διαφέρει όμως σημαντικά και από τις οικονομικές συνθήκες στις χώρες οι οποίες κήρυξαν χρεοκοπία στο πρόσφατο παρελθόν. Απουσιάζουν οι κυριότεροι λόγοι κήρυξης χρεοκοπίας, τουτέστιν η καχυποψία των αγορών ως προς την προθυμία πληρωμής και η πιθανότητα υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, η οποία αυξάνει το βάρος δανείων συναφθέντων σε ξένο νόμισμα.

Η μελέτη εξηγεί γιατί η κήρυξη στάσης πληρωμών με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε σε αρκετά αναπτυσσόμενα κράτη τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι εφικτή για μία χώρα-μέλος της ζώνης του ευρώ όπως η Ελλάδα. Παρά ταύτα, τις τελευταίες δεκαετίες, η διεθνής αρχιτεκτονική χειρισμού των κρίσεων έχει μεταβληθεί έτσι ώστε υποστήριξη να παρέχεται μόνο εάν μία χώρα εφαρμόζει συνεπείς πολιτικές, ιδίως όσον αφορά στη δημοσιονομική προσαρμογή.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η στρατηγική της Ε.Ε. συνίσταται στην άσκηση πίεσης, με προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, σε κράτη με προβλήματα να εφαρμόσουν συνεπείς δημοσιονομικές επιλογές με ίδιες δυνάμεις, χωρίς διασωστική χρηματοδότηση. Ωστόσο, έχει καταστεί πλέον σαφές ότι πιθανή χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της ΟΝΕ θα προκαλούσε ντόμινο επιθέσεων ή αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους μέχρι πρότινος φερέγγυων χωρών, εν είδει αυτοεκπληρούμενης προφητείας.

Μια τέτοια προοπτική θα υπέσκαπτε την αξιοπιστία του κοινού νομίσματος ως ασπίδας προστασίας έναντι κρίσεων, νομισματικής και χρηματοπιστωτικής αστάθειας, και θα έθετε εν εμφιβόλω το επίπεδο ή και την ίδια την ύπαρξη του ευρώ. Κατά συνέπεια, σταδιακά μορφοποιείται μία συναίνεση για μία πολυμερή πρωτοβουλία. Το ζητούμενο είναι εάν η πολιτική στήριξη αρκεί για να καθησυχάσει τους φόβους των αγορών, ώστε να αποκατασταθεί η παροχή εξωτερικής χρηματοδότησης στις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ή απαιτείται διαθεσιμότητα δανειακών κεφαλαίων και εγγυήσεων.

Όσο πειστικότερη η επίδειξη αποφασιστικότητας από την Ε.Ε., τόσο μικρότερη η πιθανότητα αυτά τα κεφάλαια τελικά να χρησιμοποιηθούν. Άλλωστε, είναι ήδη σαφές ότι η όποια διευκόλυνση θα συνοδεύεται από όρους αρκετά αυστηρούς ώστε και να εξασφαλίζεται η δημοσιονομική προσαρμογή και να μη δημιουργείται ηθικός κίνδυνος (moral hazard) χαλάρωσης άλλων απείθαρχων δημοσιονομικά χωρών.

Η Ελλάδα δεν πρέπει να επαφίεται στη -λεκτική ή ουσιαστική- στήριξη από την Ε.Ε. Πρέπει η ίδια να λάβει αποφασιστικά μέτρα, τα οποία θα επαναφέρουν το κόστος δανεισμού σε λογικότερα επίπεδα. Χρειάζονται αυξήσεις των εσόδων και -κυρίως- μειώσεις των δημοσίων δαπανών με επιθετικότερο τρόπο από αυτόν που έχουν προβλέψει οι αγορές, ώστε να ανατραπούν οι πιθανότητες χρεοκοπίας.

Η παραμονή της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης είναι μονόδρομος για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας, αλλά επιβάλλει μία συνολική αντιμετώπιση των παθογενειών της, με έμφαση στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Εφόσον δεν υπάρχουν οι προσωρινές ανακουφίσεις των υποτιμήσεων, χρειάζεται ταχεία εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα και αύξησης των εξαγωγών.

Ειδάλλως, η αποφυγή του "αργού θανάτου" της ελληνικής οικονομίας θα επιτευχθεί αναγκαστικά με την επιβολή πολυετούς ύφεσης, η οποία θα μειώσει μισθούς και τιμές. Καθυστερήσεις ή ατολμία δεν αποτελούν φιλολαϊκή πολιτική, αντιθέτως αυξάνουν το κόστος της προσαρμογής και μειώνουν τις δυνατότητες δίκαιης και αποτελεσματικής κατανομής του.

Η μελέτη του καθηγητή κ. Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου έχει τίτλο "Δημοσιονομική Προσαρμογή και Οικονομική Ανάπτυξη 2010 - 2020". Εξετάζει τη δυναμική του δημόσιου χρέους κάτω από εναλλακτικά σενάρια οικονομικής ανάπτυξης για την επόμενη δεκαετία. Ο στόχος είναι να δώσει μια πρώτη απάντηση όσον αφορά στο μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία είναι απαραίτητη ώστε να προσεγγίσουμε μακροπρόθεσμα συνθήκες βιωσιμότητας.

Προκύπτει ότι για να σταθεροποιηθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης για την επόμενη δεκαετία (1% ετησίως) το ελληνικό δημόσιο πρέπει να προχωρήσει στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3% ετησίως.

Για να μειωθεί το δημόσιο χρέος σταδιακά στο 90% του ΑΕΠ έως το 2020 σε ένα σενάριο μέτριας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (2% ετησίως) απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι, με δεδομένη την επιβάρυνση από τις αποπληρωμές τόκων, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα πρέπει να μηδενιστεί για μία δεκαετία. Η δημοσιονομική προσαρμογή χρειάζεται να επικεντρωθεί στην περικοπή καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου.

Οι δαπάνες για τη δημόσια απασχόληση στην Ελλάδα (μόνο στον στενό δημόσιο τομέα, δηλ. την κεντρική κυβέρνηση) έχουν διπλασιαστεί κατά την τελευταία δεκαετία και απορροφούν σήμερα το 55% των εσόδων του Δημοσίου, σε σχέση με 38% στην Ευρώπη των "27". Ο στόχος της αύξησης των φορολογικών εσόδων είναι στη σωστή κατεύθυνση, καθώς η Ελλάδα στην Ευρώπη των "27" ανήκει στις χώρες με τα χαμηλότερα έσοδα του Δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Όμως, καθώς τα φορολογικά έσοδα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας, η μείωση των δαπανών πρέπει να αποτελεί τον κύριο μοχλό της δημοσιονομικής προσαρμογής.


Το τεύχος Φεβρουαρίου της περιοδικής έκδοσης της Eurobank Οικονομία και Αγορές δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".  

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v