Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Hellastat:Μείωση φερεγγυότητας ελληνικών εταιριών

Μία στις τρεις επιχειρήσεις έχει σημαντική πιθανότητα να καθυστερήσει τις πληρωμές των υποχρεώσεών της το επόμενο 12μηνο, σύμφωνα με μελέτη της Hellastat και της S&P. Ποιοι κλάδοι, ποιες περιοχές έχουν αυξημένο κίνδυνο. 

Hellastat:Μείωση φερεγγυότητας ελληνικών εταιριών
Μία στις τρεις επιχειρήσεις έχει σημαντική πιθανότητα να καθυστερήσει τις πληρωμές των υποχρεώσεών της το επόμενο 12μηνο, σύμφωνα με μελέτη της Hellastat και της Standard & Poor's για τον βαθμό φερεγγυότητας των ελληνικών εταιριών.    

Ειδικότερα, ο βαθμός φερεγγυότητας μίας οικονομικής μονάδας αξιολογείται σύμφωνα με την τήρηση η μη των συμφωνηθέντων όρων αποπληρωμής μίας υποχρέωσης είτε προς τις τράπεζες είτε προς τους προμηθευτές της. Οι πιστωτές οφείλουν να λαμβάνουν γνώση αντικειμενικών αξιολογήσεων αναφορικά με την κατάσταση φερεγγυότητας του συναλλασσόμενου πελάτη τους, ώστε να μην απωλέσουν το προσδοκώμενο έσοδο από την πώληση (επισφάλεια).

Η αξιολόγηση της φερεγγυότητας βασίζεται στον υπολογισμό της πιθανότητας αθέτησης (probability of default) της υποχρέωσης, όπου βάσει του συμφώνου Basel II που διέπει τις αξιολογήσεις κινδύνων στη τραπεζική αγορά είναι η αθέτηση - καθυστέρηση πέρα των 90 ημερών.

Οι προβλέψεις βάσει των τελευταίων οικονομικών στοιχείων

Η πιθανότητα για τη μέση ελληνική επιχείρηση να εμφανίσει στο επόμενο 12μηνο καθυστερήσεις στις πληρωμές της εκτιμάται σε 2%, σύμφωνα με τα αποτελέσματα ανάλυσης της Hellastat που προκύπτουν από την επεξεργασία των δεδομένων περισσότερων από 30.000 επιχειρήσεων για την περίοδο 2003 - 2007, σε όλο σχεδόν το εύρος των κλάδων και περιφερειών δραστηριότητας αλλά και μεγέθους επιχειρήσεων.

Οι αναλυτές της Hellastat επισημαίνουν ότι το ποσοστό αυτό φαινομενικά δείχνει μικρό, θα πρέπει όμως να αξιολογηθεί σχετικά με το εύρος των τιμών που λαμβάνει, και συγκεκριμένα το 0,23% που είναι η πιθανότητα (P.D.) για την "ασφαλέστερη" επιχείρηση και το 14,6% που χαρακτηρίζει την πλέον επισφαλή.

Η τάση που ακολουθεί το P.D. (probability of default - πιθανότητα αθέτησης πληρωμής της υποχρέωσης πέρα των 90 ημερών από τη συμφωνηθείσα ημερομηνία πληρωμής) είναι ελαφρά ανοδική την τελευταία 5ετία (το 2003 εκτιμάτο σε 1,93%), μεταβολή η οποία φανερώνει ότι οι συνθήκες στην αγορά χειροτερεύουν παρά καλυτερεύουν. Πέραν τούτου, η τάση επιδείνωσης φαίνεται και από το γεγονός ότι ενώ το 2003 η σχέση μεταξύ επιχειρήσεων με P.D. καλύτερο του μέσου έναντι αυτών με P.D. χειρότερο του μέσου ήταν 46 - 54, το 2007 επιδεινώνεται σε 43 - 57.

Σε όλη τη διάρκεια της 5ετίας το μεγαλύτερο μέρος των εταιριών -περίπου το 17%- βαθμολογείται με "ΒΒ", δηλαδή εμφανίζει πιθανότητα αθέτησης στο επόμενο 12μηνο μεταξύ 1,48% και 2,11%. Οι ασφαλέστερες επιχειρήσεις, αυτές δηλαδή που λαμβάνουν βαθμό "A-" (ο καλύτερος βαθμός για τις ελληνικές επιχειρήσεις) και που αντιστοιχεί σε πιθανότητα αθέτησης χαμηλότερη του 0,5%, διαχρονικά δεν ξεπερνούν τις 500, ενώ αντίστοιχα και οι υψηλού πιστωτικού κινδύνου επιχειρήσεις ("CCC" και με πιθανότητα πάνω από 7,7%) τις 600 - 700.

Ωστόσο, καταγράφεται τάση ενίσχυσης των επιχειρήσεων που έχουν βαθμολογία χειρότερη του μέσου (δηλαδή "BB-" μέχρι "CCC"), καθώς το ποσοστό τους ανέρχεται σε 47,11% το 2007, από 44,25% το 2003. Πάντως, σε σύγκριση με το 2006, καταγράφεται μικρή βελτίωση (το 47,94% του πληθυσμού με χειρότερη του μέσου βαθμολογία).

Ασφαλέστερες οι μεγάλες επιχειρήσεις

Αναλύοντας περαιτέρω τα δεδομένα, προκύπτει σαφέστατη υστέρηση των μικρότερων επιχειρήσεων έναντι των μεγαλύτερων όσον αφορά στην πιθανότητα αθέτησης. Ειδικότερα, για τους σκοπούς της παρουσίασης οι επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται: 

- Πολύ μικρές με πωλήσεις μέχρι € 300 χιλ. 
- Μικρές με πωλήσεις μέχρι € 1 εκατ. 
- Μεσαίες με πωλήσεις μέχρι € 2,5 εκατ. 
- Μεγάλες με πωλήσεις άνω των € 2,5 εκατ.

Σύμφωνα με την κατάταξη αυτή, ενώ η μέση πιθανότητα καθυστέρησης για το σύνολο των επιχειρήσεων εκτιμάται στο 2%, οι μεγάλες επιχειρήσεις εμφανίζουν μέσο P.D. 1,36%, ενώ στις πολύ μικρές η αντίστοιχη τιμή είναι της τάξης του 2,58%, διαφορά δηλαδή που ξεπερνά τις 100 μονάδες βάσης (1%). Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφανίζονται σαφέστερα πιο ευάλωτες μακροπρόθεσμα, καθώς η πιθανότητα να αθετήσουν μέσα στην επόμενη 5ετία εκτινάσσεται στο 12,3%, σχεδόν διπλάσιο της αντίστοιχης τιμής στις μεγάλες επιχειρήσεις (7,1%), με μέση τιμή στο σύνολο των επιχειρήσεων της τάξης του 9,71%.

Η αρνητική εικόνα, η οποία χαρακτηρίζει τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις -την περίφημη "ραχοκοκαλιά" της ελληνικής οικονομίας- αποτελεί σαφέστατα αρνητική παράμετρο σύμφωνα με τη Hellastat στις προσπάθειες ανεύρεσης χρηματοδότησης και συνεπώς επιβίωσης σε ένα περιβάλλον, το οποίο βαθμιαία ενσωματώνει τη φιλοσοφία "μεγαλύτερος κίνδυνος - μεγαλύτερη απόδοση", φέρνοντας δηλαδή επαχθέστερους όρους στη λήψη πίστης από προμηθευτές και τράπεζες.

Πρακτικά, το εμπορικό τμήμα μιας επιχείρησης θα προτιμήσει ως πελάτη της μία μεγάλη επιχείρηση, η οποία έχει πιθανότητα καθυστέρησης 1,36% σε σύγκριση με μία πολύ μικρή από την οποία ενδέχεται με πιθανότητα 2,7% να αντιμετωπίσει προβλήματα στις εισπράξεις της. Εναλλακτικά, αν έχει μόνο ένα προϊόν στις αποθήκες της προς πώληση, ο μόνος λόγος να προτιμήσει τη μικρή επιχείρηση έναντι της μεγάλης είναι είτε η ταχύτερη εξόφληση είτε η πώληση σε υψηλότερο τμήμα, συνθήκες δηλαδή που φέρνουν σε δυσμενέστερη θέση τις μικρές επιχειρήσεις.

Η ουσιαστική διαφορά όμως στις συναλλαγές θα προκύψει από την πιστωτική πολιτική των τραπεζών. Οι χορηγητές δανείων στα πλαίσια των κανονισμών της Βασιλείας ΙΙ θα πρέπει να κρατήσουν περισσότερα εποπτικά κεφάλαια ως πρόβλεψη επισφαλειών από τους πιο "επικίνδυνους" πελάτες, συνεπώς θα πρέπει να αποζημιωθούν επιβάλλοντας τελικά μεγαλύτερο spread στο βασικό επιτόκιο χορηγήσεων είτε να τους απορρίψουν τα αιτήματά τους.

Σύμφωνα με άλλη έρευνα της Hellastat, η οποία ολοκληρώνεται σε λίγες μέρες, οι περισσότερες τράπεζες έχουν ήδη σταματήσει να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις με βαθμό φερεγγυότητας "CCC" και κάτω ακόμα και αν σε αρκετές περιπτώσεις ποιοτικοί δείκτες καλυτερεύουν την πιστοληπτική ικανότητα της εταιρίας.

Η εικόνα των κλάδων

Η Hellastat παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα αναλυτικά συμπεράσματα (όπως προκύπτουν από τα αποτελέσματα του μοντέλου CRT της Standard & Poor's Risk Solutions) για τον βαθμό πιστωτικής επικινδυνότητας των κλάδων της οικονομίας.

Ενδεικτικά, οι υπηρεσίες υγείας, το λιανικό και χονδρικό εμπόριο, το εμπόριο οχημάτων και η πληροφορική εμφανίζουν διαχρονικά τις καλύτερες επιδόσεις, με μέσο P.D. ενός έτους που δεν ξεπερνά το 1,45% (2% στο σύνολο, υπενθυμίζουμε), ενώ οι κλάδοι της βιομηχανίας τροφίμων - ποτών, εκδόσεων - εκτυπώσεων, κλωστοϋφαντουργίας - ένδυσης, ξενοδοχείων - εστιατορίων και κατασκευών χαρακτηρίζονται από υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο (της τάξης του 2,5% - 3%).

Επισημαίνουμε ότι στους κλάδους τροφίμων - ποτών, εκδόσεων - εκτυπώσεων, κλωστοϋφαντουργίας - ένδυσης και μη μεταλλικών ορυκτών οι πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν μέση πιθανότητα αθέτησης της τάξης του 4%. Αντίθετα, ασφαλέστερες θεωρούνται οι μεγάλες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, πληροφορικής και παροχής υπηρεσιών σε επιχειρήσεις, με μέσο P.D. που δεν ξεπερνά το 1%.

Οι επιχειρήσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα εμφανίζουν χαμηλότερες πιθανότητες αθέτησης.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γεωγραφική απεικόνιση του βαθμού φερεγγυότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Από τη γεωγραφική ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις με έδρα στη Θεσσαλονίκη, στην Αττική και στις περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Μακεδονίας και Δυτικής Ελλάδας εμφανίζουν τα χαμηλότερα P.D. που εκτιμώνται μεταξύ 1,8% και 2,15%.

Αντίθετα, στην Κρήτη και στα Νησιά του Ιονίου (όπου είναι εγκατεστημένες κυρίως τουριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες ήδη έχουν αξιολογηθεί δυσμενώς), η μέση πιθανότητα αθέτησης στο επόμενο 12μηνο εκτιμάται σε 2,65% - 2,75%, ενώ ακολουθούν Ήπειρος, Ανατολική Μακεδονία - Θράκη και Κεντρική Μακεδονία (εκτός Ν. Θεσσαλονίκης).

Σε ορίζοντα 5ετίας, τις υψηλότερες πιθανότητες αθέτησης εμφανίζουν οι περιοχές της Κρήτης (13%) και των Νησιών Ιονίου (12,35%), ενώ τις χαμηλότερες οι νομοί Θεσσαλονίκης (8,9%) και Αττικής (9,1%), με μέση τιμή στο 9,7%.

Οι εκτιμήσεις για το μέλλον

Με τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα οικονομικά δεδομένα και αξιολογώντας τις υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες, οι προβλέψεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο βαθμός φερεγγυότητας των ελληνικών επιχειρήσεων στο μέλλον υποβαθμίζεται σημαντικά.

Ειδικότερα, το πλήθος των επιχειρήσεων που αξιολογούνται στις 3 καλύτερες βαθμίδες ("A-", "BBB+", "BBB") από 15,2% του συνόλου περιορίζεται σε βάθος πενταετίας στο 11,5%. Αντίθετα, στην "κόκκινη ζώνη", δηλαδή με αξιολόγηση χειρότερη του "B" (πιθανότητα αθέτησης πάνω από 4% στο 12μηνο και 17% στην 5ετία) μετακινείται το 25,5% του πληθυσμού σε βάθος 5ετίας, από 21,3% σε ορίζοντα 12μήνου.

Τα ανησυχητικά συμπεράσματα της ανάλυσης πρέπει να οδηγήσουν τις επιχειρήσεις αλλά και τις τράπεζες στην ανάπτυξη προληπτικών μηχανισμών. Κρίνεται απαραίτητο να διενεργείται έλεγχος φερεγγυότητας πριν από τη συναλλαγή είτε με υφιστάμενο είτε με νέο πελάτη καθώς και η τουλάχιστον ετήσια αξιολόγηση πελατολογίου και η τοποθέτησή τους σε βαθμίδες επικινδυνότητας.

Η αξιολόγηση πρέπει εκτός από τα απολογιστικά στοιχεία συμπεριφοράς (π.χ. ιστορικό συναλλαγών πελάτη και στοιχεία Τειρεσία) να βασίζεται και στην πληροφόρηση που προκύπτει από προβλεπτικά μοντέλα, τα οποία καθορίζουν την πιθανότητα αθέτησης για το τρέχον 12μηνο αλλά και σε βάθος 5ετίας. Επιπρόσθετα, τα στοιχεία δείχνουν ότι ειδικά σε μικρές αγορές όπως η ελληνική το αντικείμενο εργασιών αλλά και η περιοχή δραστηριότητας σηματοδοτεί έως έναν βαθμό το επίπεδο του κινδύνου που αναλαμβάνει ο προμηθευτής ή/και ο πιστωτής.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις των αναλυτών της Hellastat, οι βασικοί λόγοι μη έγκαιρης πρόβλεψης αθετήσεων και πολύ περισσότερο χρεοκοπιών είναι η ασυμμετρία που επικρατεί στην παροχή πληροφόρησης (μόνο οι τράπεζες έχουν ικανοποιητικά ενημερωμένο δίκτυο πληροφοριών και αυτό τροφοδοτείται μόνο από τις δικές τους πηγές) και η μειωμένη χρήση πληροφοριών (μόνο το 17% των ελληνικών εταιριών κάνει χρήση υπηρεσιών αξιολόγησης φερεγγυότητας).

Χαρακτηριστικό της ανησυχίας που επικρατεί είναι το γεγονός ότι οι εταιρίες ασφάλισης πιστώσεων "επιβάλλουν" στους πελάτες να προαξιολογούν τους δικούς τους πελάτες και να διενεργούν ετήσιες στατιστικές αναλύσεις για τα ποσοστά κινδύνων που περιλαμβάνονται στο πελατολόγιό τους.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Hellastat, κ. Πάνος Μιχαλόπουλος, υποστηρίζει: "Το μίγμα φαντάζει εκρηκτικό. Η ελληνική αγορά σταδιακά "αποπροσωποποιείται", τα επίπεδα φερεγγυότητας των εταιριών και των κλάδων υποβαθμίζονται και η χρηματοδότηση από τράπεζες και προμηθευτές γίνεται δυσκολότερη και ακριβότερη. Πέρα από την υιοθέτηση χρήσης πληροφοριών αξιολόγησης κινδύνων από τις εταιρίες, σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο όπου επιχειρήσεις αλλά και ιδιώτες αξιολογούν τον βαθμό φερεγγυότητας του αντισυμβαλλόμενου στις συναλλαγές τους αλλά και αξιολογούνται οι ίδιοι για τις υποχρεώσεις που μπορούν να αναλάβουν, πριν τις αναλάβουν".

* Ο πίνακας με τις προβλέψεις της Hellastat για τον πιστωτικό κίνδυνο των ελληνικών εταιριών δημοσιεύεται στη διπλανή στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v