Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΕΤΕ:Οι λόγοι της πληθωριστικής ψαλίδας Ελλάδας-ΕΕ

Τη σημαντική διαφορά στον πληθωρισμό μεταξύ ευρωζώνης και Ελλάδας επισημαίνει το δελτίο ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας Μαΐου, ενώ αποδίδει την εξέλιξη στους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, στα χαμηλά επιτόκια και στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου.

ΕΤΕ:Οι λόγοι της πληθωριστικής ψαλίδας Ελλάδας-ΕΕ
Τους εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, που όμως συνοδεύονται, κατά την τελευταία τριετία, από ένα ρυθμό πληθωρισμού υψηλότερο του μέσου όρου της ευρωζώνης επισημαίνει το τεύχος Μαΐου 2003 του Δελτίου Aνάλυσης της ελληνικής οικονομίας και των αγορών (Economic & Μarket Analysis) της Εθνική Τράπεζας.

Η έρευνά της Εθνικής δείχνει ότι οι κυριότεροι παράγοντες που συντέλεσαν στη διατήρηση της διαφοράς της 1,5 ποσοστιαίας μονάδας μεταξύ των ρυθμών πληθωρισμού Ελλάδος και ευρωζώνης κατά την τελευταία τριετία είναι: οι υψηλότεροι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, οι επιδράσεις στη συνολική ζήτηση από την προσαρμογή της οικονομίας στο περιβάλλον ιστορικά χαμηλών επιτοκίων που διαμορφώθηκε από την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη και οι επιδράσεις από την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου.

Στο βαθμό που οι αποκλίσεις των ρυθμών πληθωρισμού πηγάζουν από αυτή την αιτία, επισημαίνει η ανάλυση της Εθνικής, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιβλαβείς για την πραγματική οικονομία, δεδομένου ότι δεν συνεπάγονται απώλεια ανταγωνιστικότητας για τον τομέα της οικονομίας που αντιμετωπίζει το διεθνή ανταγωνισμό.

Η έντονη ώθηση στην εσωτερική ζήτηση από την σημαντική μείωση των πραγματικών επιτοκίων που συνόδευσε την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη (κατά 10,5 ποσοστιαίες μονάδες από τις αρχές του 2000) αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα πίσω από τη θετική διαφορά πληθωρισμού Ελλάδος και ευρωζώνης.

Η αύξηση αυτή της εγχώριας ζήτησης οδήγησε τη διαφορά του προϊόντος από το δυνητικό του επίπεδο από το –1% το 2000 σε ένα αναμενόμενο +1% το 2003 σε αντίθεση με την ευρωζώνη, όπου το προϊόν παραμένει σε χαμηλότερο από το δυνητικό του επίπεδο για τρίτο συνεχή χρόνο. Επισημαίνεται ότι θετική διαφορά του προϊόντος από το δυνητικό του επίπεδο συνεπάγεται αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Τέλος, από το σκέλος της προσφοράς είναι κυρίως η αυξητική πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου που επιδρά αυξητικά στη διαφορά πληθωρισμού Ελλάδος-ευρωζώνης. Συγκεκριμένα μετά την αύξηση στα 32 ευρώ ανά βαρέλι το 2000, οι τιμές του πετρελαίου παρότι έχουν μειωθεί πρόσφατα, συνεχίζουν να ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις στην ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα υψηλότερο- κατά 45% περίπου σε σύγκριση με την ευρωζώνη – βαθμό εξάρτησης από εισαγωγές πετρελαίου. Εκτιμάται ότι η αυξητική πορεία των τιμών του πετρελαίου πρόσθεσε 0,35 ποσοστιαίας μονάδας στη διαφορά πληθωρισμών μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης.

Συμπερασματικά, διατυπώνεται η εκτίμηση ότι η παρατηρούμενη διαφορά πληθωρισμού μπορεί να αποδοθεί, ως επί το πλείστον, σε παράγοντες που χαρακτηρίζουν την πορεία πραγματικής σύγκλισης ή είναι συγκυριακοί, με αποτέλεσμα η διαφορά των ρυθμών πληθωρισμού να μην συνιστά, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της, απειλή για τη μακροχρόνια ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Επισημαίνεται, όμως, ότι παραμένει σημαντικός ο ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι διαρθρωτικές πολιτικές και η δημοσιονομική πολιτική προκειμένου οι όποιες ακαμψίες στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας να μη μετατρέψουν αυτές τις παροδικές πληθωριστικές επιδράσεις σε διαρκή απόκλιση του εγχώριου πληθωρισμού από αυτόν της ευρωζώνης με ενδεχόμενες αρνητικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v