Με… προσκόμματα προχωρά η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού για το 2025, καθώς λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των υπομνημάτων προς την Επιτροπή Διαβούλευσης του ΟΜΕΔ, η ΓΣΕΕ αιφνιδίασε την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και με επιστολή της έκανε γνωστή την απόφασή της να μη συμμετάσχει στον καθορισμό του κατώτατου μισθού, παρότι, λίγα 24ωρα πριν, είχε ορίσει τα τέσσερα μέλη της που θα συμμετείχαν στην ενδεκαμελή επιτροπή.
Να σημειωθεί ότι πρόσφατα η ηγεσία του υπουργείου προχώρησε σε νομοθετική ρύθμιση, ώστε από το 2028 ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται με έναν «μαθηματικό τύπο» που θα λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό αλλά και την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Έως τότε μάλιστα, η διαδικασία, με μικρές αλλαγές, θα είναι αυτή που ίσχυε και τα προηγούμενα χρόνια. Μάλιστα, η κυβέρνηση έχει… προεξοφλήσει τις αυξήσεις, έχοντας δεσμευθεί πως ο κατώτατος μισθός θα φθάσει τα 950 ευρώ τον μήνα, έως το τέλος του 2027.
«Αυτό πρέπει να το καθορίζει η πραγματική οικονομία και όχι η εκάστοτε κυβέρνηση», επισημαίνει η ΕΣΕΕ, αντιδρώντας τόσο στις κυβερνητικές εξαγγελίες όσο και στη διαδικασία.
Παρ’ όλα αυτά, το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ (ΙΝΕΜΥ) απέστειλε υπόμνημα στον ΟΜΕΔ, παράλληλα με τις ενστάσεις της, αφού υπογραμμίζει αφενός ότι ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων έχει περιορισθεί στην παροχή γνωμοδοτήσεων, αφετέρου δε, ότι απαιτείται ολοκληρωμένη πρόταση (την οποία θα καταθέσει στην επόμενη φάση του διαλόγου) με γνώμονα, πέρα από τις ανάγκες των εργαζομένων, τη βιωσιμότητα και τις ρεαλιστικές δυνατότητες των επιχειρήσεων.
Η επιστολή της ΓΣΕΕ
Αναλυτικά, στην επιστολή της η ΓΣΕΕ, την οποία υπογράφει ο Πρόεδρος της Συνομοσπονδίας και του Ινστιτούτου Εργασίας Γιάννης Παναγόπουλος, αιτιολογείται η στάση της Συνομοσπονδίας, με δεδομένο ότι ο καθορισμός του κατώτατου μισθού δυστυχώς συνεχίζει να αποτελεί αποκλειστική απόφαση της εκάστοτε κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, εδώ και δεκατρία χρόνια, με την επίκληση υποτιθέμενων «ειδικών συνθηκών» και παρά τις όποιες μεταβολές των ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα έχει καταλήξει να αποτελεί αποκλειστική απόφαση της εκάστοτε κυβέρνησης.
«Η κυβερνητική εξαγγελία -των 950 ευρώ- έως το έτος 2027, για το ύψος του κατώτατου μισθού, υπολείπεται των πραγματικών αναγκών, δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την κρίση κόστους διατροφής και στέγασης και δεν δημιουργεί συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης», υπογραμμίζει.
Για να καταλήξει πως με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, αλλά και δεδομένης της προαναγγελίας, ουσιαστικά, του ύψους της επικείμενης αύξησης του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, ανεξάρτητα του περιεχομένου της όποιας υποτιθέμενης διαβούλευσης, «θεωρούμε τη μη προσέλευσή μας στη συγκεκριμένη διαδικασία ως απολύτως ενδεδειγμένη».
Να σημειωθεί ότι είναι πάγια η θέση της ΓΣΕΕ για επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ουσιαστική επανίδρυση του Κοινωνικού Διαλόγου.
Η αντίδραση του υπουργείου Εργασίας
Άμεσα αντέδρασε το υπουργείο Εργασίας, το οποίο με ανακοίνωσή του κάνει λόγο για αιφνίδια αλλαγή στάσης της ΓΣΕΕ, που προκαλεί εύλογα ερωτήματα.
Σύμφωνα με το υπουργείο, την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025 η ΓΣΕΕ έστειλε στην υπουργό Εργασίας Νίκη Κεραμέως τα ονόματα των τεσσάρων μελών - επιστημονικών συμβούλων της που θα συμμετείχαν στην ενδεκαμελή επιτροπή, ενώ χθες, Δευτέρα 27 Ιανουαρίου, την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα δηλαδή, με επιστολή της προς τον Πρόεδρο του ΟΜΕΔ Κώστα Παπαδημητρίου, ενημερώνει για την «ομόφωνη απόφασή της να μη συμμετάσχει στις εργασίες της Επιτροπής Διαβούλευσης για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού το 2025».
Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες από τη ΓΣΕΕ, ο ορισμός των μελών έγινε καθώς η Επιτροπή έχει διάρκεια 3 έτη, ενώ η απόφαση για μη συμμετοχή αφορά μόνο το 2025.
Το υπουργείο Εργασίας, πάντως, σημειώνει πως κατά τη διάρκεια συζήτησης του σχετικού νομοσχεδίου στα τέλη Νοεμβρίου του περασμένου έτους, το Προεδρείο της ΓΣΕΕ είχε καταθέσει πρόταση για τη διαμόρφωση της σύνθεσης των Επιτροπών, η οποία και έγινε αποδεκτή. Και καταλήγει πως πλέον, «με την ακατανόητη αυτή απόφασή της, η Συνομοσπονδία απεμπολεί τη δυνατότητα που της παρέχει η Πολιτεία να συμβάλλει στην εισήγηση της Επιτροπής που αφορά τη διαμόρφωση του ύψους της αύξησης του κατώτατου μισθού, επιλέγοντας να αφήσει χωρίς εκπροσώπηση τα εκατομμύρια των εργαζομένων».
Επιφυλάξεις και από τους εμπόρους
Αλλά και η ΕΣΕΕ, που απέστειλε χθες προς τον ΟΜΕΔ υπόμνημα με τη γνωμοδότησή της για τον καθορισμό των κατώτατων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα για το 2025, μέσω του προέδρου της Σταύρου Καφούνη, εξέφρασε τις επιφυλάξεις της για τη διαδικασία.
«Το αν θα φθάσει ο κατώτατος μισθός ή και θα ξεπεράσει τα 950 ευρώ πρέπει να το καθορίζει η πραγματική οικονομία και όχι η εκάστοτε κυβέρνηση» επεσήμανε, εκφράζοντας την ελπίδα ότι η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας και η κατάσταση του ελληνικού εμπορίου έως το 2027 θα είναι τέτοιες που θα πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για την αύξηση των κατώτατων αποδοχών σε αυτά τα επίπεδα.
Και ο κ. Καφούνης εκτιμά πως ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων έχει περιορισθεί στην παροχή γνωμοδοτήσεων, ενώ υποστηρίζει πως η αύξηση των κατώτατων αποδοχών των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει, πρώτον, να συνδέεται ευθέως με την αύξηση της παραγωγικότητας και δεύτερον, να συνοδεύεται από ταυτόχρονη περαιτέρω δραστική μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
Επιφυλάξεις εκφράζει η ΕΣΕΕ και όσον αφορά το νέο «μηχανισμό» που θα ισχύσει από το 2028, σημειώνοντας ότι πρέπει να αποσυνδεθεί πλήρως από το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα φορολόγησης των επιχειρήσεων, εφόσον η κυβέρνηση επιμείνει στην εφαρμογή αυτού του οριζόντιου και άδικου μέτρου.
Στο υπόμνημα η ΕΣΕΕ επισημαίνει, τέλος, πως από το 2018 ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κατά 41,6%, συμπαρασύροντας και τους μέσους μισθούς, καθώς βάσει των εκτιμήσεων, για κάθε 1% αύξηση του κατώτατου μισθού, αυξάνονται και οι μέσοι μισθοί κατά 0,4% με 0,5%.
Κι όλα αυτά, την ώρα που σήμερα, το συνολικό κόστος για μια επιχείρηση είναι πολύ υψηλότερο από τον καθαρό κατώτατο μισθό, καθώς για 827,6 ευρώ κατώτατο μισθό, ο εργοδότης πληρώνει συνολικά, 1.179,3 ευρώ, λόγω του υψηλού μη μισθολογικού κόστους.