Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Στροφή στην ενεργειακή Realpolitik από την κυβέρνηση

Σκέψεις για «μαχαίρι» στους στόχους εξοικονόμησης ενέργειας. Kαθυστέρηση υιοθέτησης τριών νέων Οδηγιών. Σενάρια για αναθεώρηση όσων έχει ήδη ενσωματώσει η Ελλάδα. Ο νέος ρόλος του φυσικού αερίου.

Στροφή στην ενεργειακή Realpolitik από την κυβέρνηση

Τον δρόμο της πολιτικής της «μέσης οδού», που θα είναι πιο ρεαλιστική, με επίκληση του φυσικού αερίου ως απαραίτητου για την πράσινη μετάβαση και με απομάκρυνση από τους στόχους εξοικονόμησης ενέργειας που συνεπάγονται δαπάνες δισεκατομμυρίων, δείχνει να επιλέγει η κυβέρνηση.

Τα σημάδια που υποδηλώνουν στροφή σε μια ενεργειακή Realpolitik είναι απανωτά το τελευταίο διάστημα και οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού και του αρμόδιου υπουργού Θ. Σκυλακάκη ακολουθούν ένα εντυπωσιακά επιταχυνόμενο ρυθμό, ειδικά μετά τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η νέα κυβέρνηση Τραμπ και η αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ.

Από την επιστολή Μητσοτάκη στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για τον «κανόνα του ενός στόχου», δηλαδή ότι δεν χρειάζονται δεκάδες στόχοι για να πετύχουν οι χώρες-μέλη τη μείωση των εκπομπών CO2, μέχρι την επιστολή του ΕΛΚ για κατάργηση ανώφελων οδηγιών και πράσινων στόχων που ο ίδιος συνυπογράφει, τα πάντα δείχνουν μια αλλαγή υποδείγματος.

Το ίδιο και τα όσα είπε ο πρωθυπουργός με τον Ιταλό πρώην ομόλογό του Ενρίκο Λέτα, ότι «συχνά στην ΕΕ αντιμετωπίζουμε το αέριο ως κάτι φρικτό», το τάιμινγκ, ανήμερα της ορκωμοσίας Τραμπ, της ανακοίνωσης ότι η Chevron ενδιαφέρεται για έρευνες φυσικού αερίου στη Νότια Πελοπόννησο, μέχρι την τοποθέτησή του την Παρασκευή στη Βουλή ότι «η χώρα χρειάζεται ηλεκτρική ενέργεια βάσης όταν δεν λειτουργούν οι ΑΠΕ και δεν διαθέτουμε άλλη επιλογή από το αέριο, διότι δεν έχουμε πυρηνικά». Ολα υποδηλώνουν ότι το κουμπί έχει γυρίσει.

Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι πώς θα μεταφραστεί αυτή η στροφή στην πράξη και σε τι βαθμό εννοεί τα παραπάνω η κυβέρνηση. Αν δηλαδή συντάσσεται απλά με τις διεθνείς τάσεις, τη «γραμμή» του φαβορί για τη γερμανική καγκελαρία Φρίντριχ Μερτς που δηλώνει ότι θα δρομολογήσει την κατασκευή 50 νέων μονάδων φυσικού αερίου, και φυσικά με τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής ή αν πρόκειται για μια πραγματική στροφή προς τον ρεαλισμό.

Στο στόχαστρο η εξοικονόμηση ενέργειας

Σε μια συγκυρία όπου όλοι αναμένουν το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας για την ΕΕ», που θα παρουσιάσει μεθαύριο η Κομισιόν και για το οποίο λέγεται ότι διέπεται από μια αλλαγή ρητορικής, καθώς η πράσινη μετάβαση συνδέεται ευθέως με την ανάγκη μείωσης των τιμών, το πρώτο απτό δείγμα αλλαγής της κυβερνητικής πολιτικής φαίνεται ότι θα αφορά τους στόχους για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια.

Το είπε όσο πιο ξεκάθαρα μπορούσε χθες στη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θ. Σκυλακάκης, λέγοντας ότι «… οι στόχοι εξοικονόμησης ενέργειας που τίθενται πέραν και επιπλέον των όσων πρέπει να γίνουν για να πετύχουμε τους στόχους του CO2 έχουν δυσανάλογο οικονομικό κόστος. Αν παράγουμε άφθονη και φθηνή πράσινη ενέργεια από ΑΠΕ, δεν εκπέμπουμε CO2, άρα δεν είναι απαραίτητο να έχουμε επιπλέον στόχους εξοικονόμησης…».

Σε αυτό το πλαίσιο, οι πληροφορίες του Euro2day.gr αναφέρουν ότι η κυβέρνηση εξετάζει για το επόμενο διάστημα δύο κινήσεις:

  • Την πιθανή αναθεώρηση υφιστάμενων Οδηγιών για την εξοικονόμηση, εξαντλώντας τους ελιγμούς και τις όποιες δυνατότητες αλλαγών της επιτρέπει η κοινοτική νομοθεσία. Τέτοιες για παράδειγμα είναι ντιρεκτίβες γύρω από την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων που έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο και τον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων (ΚΕνΑΚ), αυξάνοντας τα κόστη δυσανάλογα με το περιβαλλοντικό αποτέλεσμα ή δαιμονοποιώντας το φυσικό αέριο σε βάρος άλλων τεχνολογιών. Σήμερα για παράδειγμα, ο ΚΕνΑΚ στρέφει όσους κτίζουν νεόδμητα ακίνητα υποχρεωτικά προς τις αντλίες θερμότητας. Αν επιλέξουν ως σύστημα θέρμανσης το φυσικό αέριο, το κτίριο απλά δεν μπορεί να ενταχθεί σε ενεργειακή κλάση Α'. Αυτό θα συμβεί μόνο εφόσον ο ιδιοκτήτης εγκαταστήσει στη στέγη και φωτοβολταϊκό, γεγονός που για κάποιους μπορεί να αυξάνει υπέρμετρα τα κόστη.
  • Την καθυστέρηση υιοθέτησης κάθε νέας Οδηγίας γύρω από την εξοικονόμηση στον κτιριακό τομέα που συνεπάγεται δυσθεώρητα κόστη, τόσο για το πορτοφόλι του καταναλωτή όσο και για το κρατικό προϋπολογισμό, που δεν μπορεί να επιδοτήσει τέτοιες δαπάνες. Δυνατότητες άλλωστε λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών πλέον δεν υπάρχουν, άρα οι όποιες επιδοτήσεις πρέπει να είναι απολύτως στοχευμένες. Τρεις είναι οι πλέον επίμαχες ντιρεκτίβες σ’ αυτή την κατηγορία:
    • Η πρώτη αφορά την υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών σε κλάση τουλάχιστον «Ε» μέχρι το 2035. Πρόκειται για σπίτια που έχουν κατασκευαστεί μετά το 1979, με τον υφιστάμενο κανονισμό θερμομόνωσης, και στην Ελλάδα υπολογίζονται σε περίπου 1,3 εκατομμύρια. Η αναθεωρημένη Οδηγία συμφωνήθηκε σε κοινοτικό επίπεδο στα τέλη του 2023 και η Ελλάδα έχει κληθεί να ενημερώσει από πέρυσι τις Βρυξέλλες ως προς το τι προτίθεται να κάνει. Με δεδομένο ότι η μέση αναγκαία παρέμβαση κοστολογείται σε 30.000 ευρώ, προκύπτει σε βάθος χρόνου για τα 1,3 εκατ. σπίτια ένα κόστος γύρω στα 40 δισ. ευρώ.
    • Η δεύτερη Οδηγία αφορά την υποχρεωτική απαγόρευση λειτουργίας μέχρι το 2040 όλων των συμβατικών καυστήρων πετρελαίου και αερίου. Ακόμη και τα μισά από τα ελληνικά σπίτια να υπολογίσει κανείς, δηλαδή 2 εκατομμύρια, με μια μέση δαπάνη 5.000 ευρώ, προκύπτουν άλλα 10 δισ. ευρώ.
    • Η τρίτη Οδηγία αφορά την υποχρεωτική αντικατάσταση μέχρι το 2050 όλων των κλιματιστικών που λειτουργούν σήμερα με ψυκτικό μέσο που έχει ουσία το φθόριο, και τα οποία υπολογίζονται σε περίπου 30 εκατομμύρια μονάδες. Με ένα μέσο κόστος 1.000 ευρώ το ένα, αθροίζονται άλλα 30 δισ. ευρώ.

Η αλήθεια είναι ότι το κυβερνητικό πόδι από το πράσινο γκάζι είχε αρχίσει να σηκώνεται σταδιακά από πέρυσι. Τα δυσθεώρητα κόστη των νέων Οδηγιών, που ούτε το ταμείο του Δημοσίου, ούτε η τσέπη των πολιτών αντέχουν, είχε αναδείξει για πρώτη φορά από το συνέδριο «Power & Gas Forum», ο ΓΓ Ενέργειας Τέλης Αϊβαλιώτης.

Είχε προηγηθεί το «όχι» της Ελλάδας (Απρίλιος 2024) στο Συμβούλιο των Υπ. Περιβάλλοντος στην κοινοτική πρόταση, η ΕΕ να παράγει το 2040 λιγότερες κατά 90% εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με εκείνες του 1990, για να ακολουθήσει το «μαχαίρι» στις προβλεπόμενες επενδύσεις του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Από τα 200 δισ. ευρώ επενδύσεων του draft έπεσαν στα 94 δισ. για το 2030.

Εδώ ωστόσο βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Η ενεργειακή μετάβαση έχει μπει σε μια διατλαντική μέγγενη και μια νέα τάξη πραγμάτων διαφαίνεται, λιγότερο πράσινη και με έμφαση ότι η οικονομία πρέπει να μπει μπροστά από το κλίμα.

Της εξαγγελίας Μερτς ότι θα δρομολογήσει τη δημιουργία 50 νέων μονάδων ηλεκτρισμού με καύσιμο το φυσικό αέριο, ακολούθησαν κι άλλες δηλώσεις, όπως του Ρουμάνου υπ. Ενέργειας ότι απορρίπτει το Green Deal και καλεί σε «στροφή» στον άνθρακα. Αρχίζει να προδιαγράφεται μια τάση που μπορεί να συμπαρασύρει πολλά περισσότερα απ’ όσα ζητάει το ΕΛΚ, από την καθυστέρηση απόσυρσης των ανθρακικών μονάδων μέχρι την επαναλειτουργία των πυρηνικών σταθμών, που δεν αποκλείει ο Μερτς.

Ο ρόλος του φυσικού αερίου

Το πιο βασικό ίσως ερώτημα για τη μορφή που θα πάρει το νέο ενεργειακό story είναι το τι θα συμβεί με το φυσικό αέριο. Ο ρόλος του προφανώς αναβαθμίζεται, με τον Θ. Σκυλακάκη να τονίζει στο «Βήμα» ότι είναι «απολύτως απαραίτητο για την πράσινη μετάβαση», ωστόσο η τιμή του παραμένει ακριβή.

Στον αμερικανικό κόμβο φυσικών συναλλαγών Henry hub στη Λουιζιάνα, η τιμή του βρίσκεται στα περίπου 9-10 δολάρια/ MWh. Το ίδιο προϊόν φτάνει να πωλείται ως LNG στην Ευρώπη πέντε φορές ακριβότερα, μαζί με τα μεταφορικά και τα καπέλα που βάζουν οι traders. Αέριο δηλαδή αξίας 10 δολαρίων η μεγαβατώρα στις ΗΠΑ, γίνεται αέριο αξίας 47-48 δολαρίων στην Ευρώπη. Το ίδιο ψηλά πουλάει και η Νορβηγία, που καλύπτει πάνω από το 20% των αναγκών της ΕΕ.

Είναι προφανές ότι ο Μερτς, που θέλει να στήσει ένα νέο στόλο μονάδων ηλεκτρισμού με φυσικό αέριο, θα πιέσει και στο μέτωπο των τιμών στις οποίες αγοράζει η Γερμανία το καύσιμο.

Το σύνολο άλλωστε των επενδύσεων για τις οποίες μιλά ο υποψήφιος για την καγκελαρία πρόκειται να ενταχθεί στην αγορά διαθέσιμης ισχύος που ετοιμάζεται στη χώρα (capacity market), όπου οι ηλεκτροπαραγωγοί, μέσω διαγωνισμών, προσφέρουν τη διαθέσιμη ισχύ που χρειάζεται το σύστημα και κλειδώνουν ετήσια συμβόλαια.

Είναι η αγορά που ισχύει και σε άλλες χώρες, μέσω των οποίων παρέχεται στήριξη στις μονάδες φυσικού αερίου, καθώς σε περιβάλλον με πολλά έργα ΑΠΕ δεν λειτουργούν ως σταθμοί βάσης, παρά χρησιμεύουν όλο και περισσότερο για την εξισορρόπηση του συστήματος και τις αιχμές, άρα δουλεύουν λιγότερες ώρες,

Στο ερώτημα αν στο πλαίσιο του αναβαθμισμένου ρόλου του αερίου θα δούμε μια αντίστοιχη αγορά και εδώ πηγές του ΥΠΕΝ απαντούν ότι είναι νωρίς για ανάλογες κινήσεις, προτάσσοντας το γεγονός ότι οι ηλεκτροπαραγωγοί στην Ελλάδα κάνουν μεγάλες εξαγωγές ρεύματος, που φτάνουν για να καλύψουν τη βιωσιμότητα των μονάδων τους.

Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι στο πλαίσιο επαναξιολόγησης στόχων και προτεραιοτήτων, το φυσικό αέριο (ανεξαρτήτως των ερευνών για υδρογονάνθρακες) αναβαθμίζεται στην εθνική ενεργειακή πολιτική. «Δεν υπάρχει σήμερα μπαταρία, η οποία να μπορεί να κρατήσει μία εβδομάδα», είπε χθες ο κ. Σκυλακάκης σχετικά με το πρόσφατο φαινόμενο της «σκοτεινής άπνοιας» στην Κ. Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα να μη δουλεύουν ούτε τα αιολικά ούτε τα φωτοβολταϊκά.

Συμπλήρωσε, δε, ότι «οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο έχουν τη μικρότερη περιβαλλοντική επιβάρυνση σε σχέση με τα άλλα ορυκτά καύσιμα και είναι ταυτόχρονα ταχείας απόκρισης συγκριτικά με τις άλλες διαθέσιμες τεχνολογίες».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v