Σαν εικόνα παγωμένη στον χρόνο, παρά την προφανή υπερθέρμανση, τα αρνητικά σινιάλα και τα σήματα των μεγάλων που σπεύδουν να εμπλουτίσουν το portfolio τους με αιολικά, μοιάζει η αγορά φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα.
Κόντρα στο ρεύμα, παρότι στην Ευρώπη οι ρυθμοί ανάπτυξης του κλάδου επιβραδύνονται και τα σύννεφα πληθαίνουν, η ελληνική αγορά κινείται σαν να κωφεύει στα σήματα.
Αμείωτος καταιγισμός νέων αιτημάτων για έργα τα οποία πιθανότατα δεν θα γίνουν ποτέ, φωτοβολταϊκή υπερπαραγωγή παρά τις αυξανόμενες περικοπές και τις αρνητικές τιμές και ανεξήγητη επιμονή σε επενδύσεις με στόχο τις εξαγωγές, όταν οι πάντες στη γειτονιά μας έχουν σκεφτεί ακριβώς το ίδιο. Από τη Β. Μακεδονία και την Αλβανία, μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, όλοι παράγουν το ίδιο ακριβώς προϊόν. Ενέργεια από ήλιο.
Η εικόνα της διογκούμενης «φούσκας» πιστοποιείται από τα τελευταία στοιχεία για τα αιτήματα που δέχτηκε ο ΑΔΜΗΕ στον κύκλο Δεκεμβρίου. Τα επιπλέον 46 έργα, ισχύος 1,2 GW, που προστέθηκαν μέσα σε ένα μήνα στις εκκρεμείς αιτήσεις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία φωτοβολταϊκά (852 MW), ανεβάζουν στα 47 GW το νούμερο όσων περιμένουν στην «ουρά» του Διαχειριστή. Και έχει τη σημασία του ότι μόνο ένα 10%-15% απ’ αυτά τα αιτήματα συνοδεύονται από μπαταρίες, μια ακριβή ακόμη τεχνολογία, αλλά απαραίτητη στη γεμάτη ανατροπές νέα εποχή της πράσινης μετάβασης.
Δηλαδή αυξάνονται και πληθαίνουν χωρίς καμιά πρόνοια για αποθήκευση του ρεύματος, προκειμένου αυτό να είναι διαθέσιμο και τις ώρες που ο κόσμος το χρειάζεται αλλά δεν έχει ήλιο, ούτε φυσάει.
Το εξωπραγματικό νούμερο των 80 GW
Η έκταση της «φούσκας» γίνεται αντιληπτή αν κάποιος αθροίσει τα έργα που βρίσκονται σε λειτουργία ή εν αναμονή ηλέκτρισης στο δίκτυο, δηλαδή τα 16 GW, με τα επιπλέον 15 GW ώριμων πάρκων με όρους σύνδεσης και τα οποία σε μεγάλο βαθμό θα κατασκευαστούν. Σύνολο 31 GW.
Αθροίζοντας σε αυτά, τα 47 GW της «ουράς» του ΑΔΜΗΕ, τα φωτοβολταϊκά στη στέγη και τον προγραμματισμό για υπεράκτια αιολικά, προκύπτει το εξωπραγματικό νούμερο των πάνω από 80 GW.
Ένα τέτοιο πράσινο δυναμικό αντιστοιχεί σε 3,5 φορές τις ανάγκες του συστήματος σε έργα ΑΠΕ για το 2030 (24,5 GW, ΕΣΕΚ). Ξεπερνά τον στόχο ακόμη και του 2050. Αυτά όλα τα έργα μαζί, στο θεωρητικό σενάριο που θα γίνουν, αντιστοιχούν σε ετήσια παραγωγή ενέργειας γύρω στις 70 TWh, όταν η κατανάλωση παραμένει εδώ και χρόνια καθηλωμένη στις 49,5 TWh. Αρκούν για να καλύψουν ένα σημαντικό κομμάτι της πράσινης ενέργειας που χρειάζεται μια χώρα με ισχυρή βιομηχανία, όπως η Γερμανία των 85 εκατομμυρίων, όπου η παραγωγή από ΑΠΕ έφτασε πέρυσι τις 263 TWh και όχι κάποια σαν την Ελλάδα, όπου η μέση ζήτηση για ρεύμα κινείται στα 6 GW και η μέγιστη στα 10 GW -κι αυτό μόνο στις ώρες αιχμής, που είναι λιγοστές.
Τα φωτοβολταϊκά ρεκόρ της Ελλάδας και το φρένο της ΕΕ
Ασφαλώς και θα γίνουν πολύ λιγότερα έργα από τα παραπάνω. Το θέμα είναι η δυσκολία της αγοράς να το αποδεχτεί, κάτι που φαίνεται να γίνεται αντιληπτό σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, όπου οι επενδυτές τραβούν το πόδι από το γκάζι.
Μόνο φέτος η Ελλάδα πρόσθεσε 2,9 GW φωτοβολταϊκών, όταν η περυσινή προσθήκη δεν υπερέβαινε το 1,6 GW. Αυξήθηκαν δηλαδή τα νέα έργα μέσα σε μια χρονιά κατά 82% (!), με τις εκτιμήσεις να θέλουν τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ του χώρου να ξεπερνά τα 10 GW και τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα να επιτυγχάνονται πολύ νωρίτερα, ίσως και το 2026, τέσσερα χρόνια πριν το 2030.
Σύμφωνα με όσα έχει εκτιμήσει ο ίδιος ο αρμόδιος υπουργός Θ. Σκυλακάκης, του χρόνου θα διαθέτουμε συνολικά περίπου 16 GW έργων ΑΠΕ.
Εκτός όμως από τα εν λειτουργία έργα, αυξάνονται και τα αιτήματα. Στο βουνό των εκκρεμών φακέλων του ΑΔΜΗΕ προστέθηκαν μόνο φέτος αιτήσεις για 13 GW, κατά κύριο λόγο για φωτοβολταϊκά.
Οι ελληνικές επιδόσεις μπορεί να φέρνουν τη χώρα στην 7η θέση της πανευρωπαϊκής λίστας με τους ταχύτερους ρυθμούς αύξησης της εγκατεστημένης ισχύος στην ΕΕ (+82%), σύμφωνα με την έκθεση της Solar Europe, ωστόσο είναι μια επίδοση κόντρα στο γενικότερο ρεύμα.
Η μέση αύξηση πανευρωπαϊκά δεν ξεπέρασε το 4% και ήταν η βραδύτερη των τελευταίων ετών. Για πρώτη φορά εδώ και αρκετά χρόνια, οι επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά στην ΕΕ μειώθηκαν και μάλιστα κατά 13% σε ετήσια βάση, πέφτοντας στα 55 δισ. ευρώ.
Η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Solar Europe Walburga Hemetsberger δήλωσε ότι «οι ευρωπαίοι πολιτικοί και Διαχειριστές Συστημάτων πρέπει να εκλάβουν τη φετινή έκθεση ως μια κίτρινη κάρτα για τον κλάδο των φωτοβολταϊκών». Επεσήμανε ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι του 2030, κάθε χρόνο θα πρέπει να μπαίνουν στην πρίζα περίπου 70 GW, όταν φέτος μπήκαν 66 GW και πέρυσι 63 GW.
Συμφορήσεις στα δίκτυα, απουσία μπαταριών και αποθήκευσης, αδειοδοτικά προβλήματα, αλλά κυρίως ένα κύμα αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας από τους ίδιους τους ευρωπαίους πολίτες, που τώρα συνειδητοποιούν το κόστος της πράσινης μετάβασης, το οποίο ποτέ δεν τους εξηγήθηκε, κάνει την αγορά σε άλλες χώρες να αυτορυθμίζεται.
Η αγορά που δεν αυτορυθμίζεται
Αυτή είναι και η διαφορά μας σε σύγκριση με άλλες χώρες. Έπειτα από αρκετά χρόνια εκθετικής ανάπτυξης, με ρυθμούς αύξησης 40%, ο κλάδος των φωτοβολταϊκών στην ΕΕ κατεβάζει ταχύτητες με ρυθμό ανάπτυξης μόλις 4%. Σε εθνικό επίπεδο, έξι από τις δέκα κορυφαίες αγορές του 2024, Ισπανία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Πολωνία, Αυστρία και Ουγγαρία, τράβηξαν το πόδι από το γκάζι, βλέποντας την υπερθέρμανση στον χώρο και εγκατέστησαν λιγότερη ηλιακή ενέργεια από πέρυσι.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι επενδυτές επιμένουν να δεσμεύουν χρήματα σε εγγυητικές επιστολές για έργα, κυρίως φωτοβολταϊκά, τα οποία ελάχιστες πιθανότητες έχουν να γίνουν στο ορατό μέλλον.
Συνεχίζουν να καταθέτουν αιτήσεις με ένα μέσο μηνιαίο ρυθμό 1 GW, ανάλογο δηλαδή με εκείνο στις αρχές του 2024, όταν ακόμη το θέμα των περικοπών και των αρνητικών τιμών δεν είχε προσλάβει τη σημερινή δημοσιότητα. Ισως ποντάρουν απλώς στο γεγονός ότι επειδή ζούμε στην Ελλάδα, όλο και κάποια νέα ρύθμιση θα ψηφιστεί από την κυβέρνηση, όλο και κάποιος «μαγικός» τρόπος θα βρεθεί για να ξεπεραστεί η πραγματικότητα, και θα βρεθούν στους εντός των τειχών επενδυτές, όχι στους «απέξω».
Την προσδοκία συντηρεί και μια στρεβλή εκτίμηση, που συντηρεί και η κυβέρνηση, ότι η Ελλάδα από παραδοσιακός εισαγωγέας ρεύματος θα βελτιώνει όλο και περισσότερο τις εξαγωγικές της επιδόσεις προς την ευρύτερη γειτονιά, κάτι εν τοις πράγμασι ανέφικτο, όταν οι πάντες παράγουν πλέον το ίδιο ακριβώς προϊόν σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες, κάτι που βλέπουν όσοι πατάνε φρένο σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές.