Το ποσό των 12,6 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο θα υποχρεούνται να καταβάλλουν σε ετήσια βάση οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του δήμου Βούλας-Βάρης-Βουλιαγμένης, αρχής γενομένης από την 1η Μαρτίου του 2025 και για τα επόμενα 12 χρόνια, ανεβάζοντας τους καθαρούς φόρους που επιβαρύνουν άμεσα και έμμεσα το κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος.
Σύμφωνα με την απόφαση της δημοτικής επιτροπής του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, καθορίζεται ειδικό ανταποδοτικό τέλος τοπικής βιώσιμης ανάπτυξης για ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης, εμπορικές επιχειρήσεις και κατοικίες, με τον σχετικό συντελεστή για τα ξενοδοχεία να διαμορφώνεται στα 12,6 ευρώ ανά τ.μ.
Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, με τους πόρους από το νέο τέλος θα χρηματοδοτηθεί η απαλλοτρίωση εκτάσεων για την ανάπτυξη κοινόχρηστων χώρων «πρασίνου».
«Η υλοποίηση των έργων θα εξυπηρετήσει και θα αναβαθμίσει συνολικά την περιοχή και θα συμβάλλει στην ομαλή βιώσιμη ανάπτυξη του Δήμου, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των κατοίκων και την αναβάθμιση όλων των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επιβολή του συγκεκριμένου ειδικού ανταποδοτικού τέλους Τοπικής Βιώσιμης Ανάπτυξης», σημειώνει το σχετικό απόσπασμα από το πρακτικό της συνεδρίασης της δημοτικής επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου.
Η απόφαση της δημοτικής επιτροπής έχει ήδη εγείρει τις αντιδράσεις των επιχειρηματιών του ξενοδοχειακού κλάδου, οι οποίοι αναμένεται να προσφύγουν κατά της επιβολής του νέου αυτού τέλους.
«Ένα μικρό ξενοδοχείο δεν είναι κάτω από 2.000 τ.μ. Άρα ένας επιχειρηματίας με ένα ξενοδοχείο 2.000 τ.μ. θα κληθεί να πληρώσει 25.200 ευρώ κάθε χρόνο. Αυτό το τέλος, το οποίο είναι βαρύ, μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα βιωσιμότητας σε πολλά ξενοδοχεία μικρού και μεσαίου μεγέθους. Αυτό το τέλος μπορεί να “πετάξει” εκτός λειτουργίας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Προετοιμαζόμαστε να προχωρήσουμε σε ενστάσεις», τονίζουν επιχειρηματίες του ξενοδοχειακού κλάδου.
Σημειώνεται ότι ο συντελεστής για τις επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης και για τις εμπορικές επιχειρήσεις άνω των 100 τ.μ. ανέρχεται 8 ευρώ ανά τ.μ., ενώ για τις εμπορικές επιχειρήσεις κάτω των 100 τ.μ., το τέλος διαμορφώνεται σε 1,10 ευρώ.
Τέλος, για τις κατοικίες ο αντίστοιχος συντελεστής είναι 0,45 ευρώ ανά τ.μ.
Τα φορολογικά βάρη των ξενοδοχείων
Την υπερφορολόγηση του ξενοδοχειακού κλάδου αναδεικνύει μελέτη για λογαριασμό του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ). Βάσει αυτής, οι καθαροί φόροι που επιβαρύνουν άμεσα και έμμεσα το κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος αποτελούν το 19,1% του συνολικού κόστους παραγωγής, έναντι 10,2% που είναι, κατά μέσο όρο, η αντίστοιχη επιβάρυνση για τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Το ποσοστό αυτό εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί για το 2024, δεδομένου ότι η μελέτη βασίστηκε στις μεθόδους Ανάλυσης Εισροών-Εκροών του τελευταίου διαθέσιμου έτους, του 2019, και έκτοτε το ξενοδοχειακό προϊόν έχει επιβαρυνθεί με περισσότερους φόρους.
Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων σε κάποιους δήμους αυξάνεται για το 2025 στο 0,75% από το 0,50% και ο φόρος διαμονής που ίσχυε το 2019 έχει μετατραπεί σε τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό υψηλότερο από τον τότε φόρο διαμονής.
Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, οι συνολικοί καθαροί φόροι (ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, δημοτικά τέλη και τέλη παρεπιδημούντων) που εισπράττονται από τη λειτουργία του ξενοδοχειακού κλάδου είναι διαχρονικά σημαντικά υψηλότεροι από τους φόρους που εισπράττονται, κατά μέσο όρο, τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ενώ έχουν σημειώσει και σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια.
Μάλιστα, οι φόροι που εισπράττονται από τη λειτουργία του ξενοδοχειακού κλάδου επιβαρύνουν σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό το ίδιο το ξενοδοχειακό προϊόν, δημιουργώντας, έτσι, μια κατάσταση υπερ-φορολόγησης του κλάδου.
«Είναι πλέον διακριτή και αποδεικνύεται η υπερφορολόγηση και η άνιση αντιμετώπιση του ξενοδοχειακού κλάδου σε σχέση με τους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Οι φόροι που επιβάλλονται τώρα τελευταία και διαχρονικά, δηλαδή το τέλος παρεπιδημούντων, το τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση, που επί τη ουσίας ο ξενοδόχος κάνει τον φοροεισπράκτορα, και τα νέα τέλη από κάποιους δήμους, που βαφτίζονται ανταποδοτικά, πλήττουν την ανταγωνιστικότητα του κλάδου και τίθεται πλέον θέμα βιωσιμότητας για μικρομεσαίες επιχειρήσεις», επεσήμανε κατά την παρουσίαση της μελέτης η πρόεδρος του ΙΤΕΠ, Κωνσταντίνα Σβύνου.
Με βάση τη μελέτη, η συμμετοχή των καθαρών φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος είναι κατά 87,3% υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη στους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχοντας μάλιστα αυξηθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.
Μάλιστα, οι συνολικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις έχουν αυξηθεί, συνιστώντας σχεδόν το 1⁄4 του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος από περίπου το 1⁄5 που ήταν προ δεκαετίας. Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 15,6%, αυξημένο κατά μόλις 1 ποσοστιαία μονάδα κατά την ίδια περίοδο.