Η ελληνική οικονομία, τα τελευταία χρόνια, είναι αναμφισβήτητα ένα “success story” διεθνώς, υπογράμμισε ο Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του στην εκδήλωση του Capital Link στη Νέα Υόρκη, επ' ευκαιρία της βράβευσής του.
Οπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, αυτό επιβεβαιώνεται και από την ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία. Οι διαφορές αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου είναι σήμερα συγκρίσιμες με εκείνες των ομολόγων άλλων κρατών-μελών. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι σημαντικά υψηλότερος από το μέσο ρυθμό της ευρωζώνης. Τα σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, η βιωσιμότητα του χρέους, καθώς και ζητήματα αναδιάρθρωσης και ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, έχουν αντιμετωπιστεί επιτυχώς, ενώ οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν προστατευθεί πλήρως.
Στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 2000 η μη συνετή δημοσιονομική πολιτική και η απώλεια ανταγωνιστικότητας είχαν δημιουργήσει τεράστια «δίδυμα ελλείμματα» και προβλήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στο επίκεντρο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, με τις αγορές και τους αναλυτές να προβλέπουν, τόσο το 2012 όσο και το 2015, την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ (Grexit). Πώς λοιπόν η Ελλάδα κατάφερε να γίνει «success story»; Κατά τη γνώμη μου αυτό μπορεί να εξηγηθεί από έξι παράγοντες:
(α) Επώδυνη εγχώρια δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων προσαρμογής.
(β) Ισχυρή βούληση για παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
(γ) Γενναιόδωρη αναχρηματοδότηση χρέους με πολύ ευνοϊκούς όρους.
(δ) Εξαίρεση (waiver) των ελληνικών ομολόγων από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος για όσο διάστημα η Ελλάδα δεν είχε πιστοληπτική αξιολόγηση στην επενδυτική κατηγορία.
(ε) Γενναιόδωρη στήριξη από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NGEU (RRF).
(στ) Ορθόδοξες δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και διαρθρωτικές πολιτικές, ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια.
Η οικονομία τα επόμενα χρόνια
Οπως τόνισε ο κεντρικός τραπεζίτης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τη διάρκεια του 2024 με ρυθμό αρκετά υψηλότερο από αυτόν της ζώνης του ευρώ. Η αγορά εργασίας διατηρεί τη δυναμική της και τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώνονται. Ο γενικός πληθωρισμός είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς του 2023.
Τα επόμενα χρόνια, η ελληνική οικονομία αναμένεται ότι θα συνεχίσει να καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενισχύει τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ. Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη και στη συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων, και ιδίως του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος χάρη στην άνοδο της απασχόλησης και στη μείωση του πληθωρισμού.
Οι προκλήσεις
Παρά όμως τις αδιαμφισβήτητες θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, δεν πρέπει να αγνοούμε και τις οικονομικές προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι το μεγάλο έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών που καταγράφει σήμερα η χώρα (6,2% του ΑΕΠ το 2023), παρά την πολύ σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Η κυριότερη αιτία είναι ότι η Ελλάδα υπολείπεται σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας έναντι των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του ελβετικού ινστιτούτου IMD για το 2024, η Ιρλανδία βρίσκεται στην 4η θέση, η Πορτογαλία στην 36η και η Ελλάδα στην 47η. (Συγκρίνω την Ελλάδα με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, επειδή το 1974, έτος αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, αυτές οι τρεις χώρες ήταν παρόμοιες ως προς την ανταγωνιστικότητα και άλλα χαρακτηριστικά της οικονομίας τους), υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Οι επενδύσεις
Οπως είπε, ο ρόλος των επενδύσεων είναι καθοριστικός για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου με έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας, την καινοτομία, την αύξηση της παραγωγής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης. Η αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών οδηγεί στην αύξηση των εξαγωγών, σε υποκατάσταση εισαγωγών και άρα στη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Οι επενδυτικές δαπάνες μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, είτε αφορούν βελτιώσεις στις υποδομές, την εκπαίδευση και την υγεία, είτε επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό, μηχανήματα, καθώς και σε άυλα στοιχεία ενεργητικού και σε τεχνολογίες αιχμής, περιλαμβανομένων αυτών που προωθούν τον πράσινο μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα. Υπάρχουν σημαντικές συνέργειες μεταξύ των επενδύσεων σε υλικό και άυλο κεφάλαιο, οι οποίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν πλήρως. Ειδικότερα, η ταυτόχρονη επένδυση σε νέες τεχνολογίες και σε ανθρώπινο κεφάλαιο με ψηφιακές δεξιότητες οδηγεί στη μέγιστη δυνατή μακροχρόνια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Να εξαλειφθούν οι περιοριστικές πρακτικές
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο κ. Στουρνάρας τόνισε την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας στην ελληνική οικονομία. Οπως ανέφερε, θα πρέπει να υλοποιηθεί ένα ευρύ φάσμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων.
Ταυτόχρονα όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι εναπομείνασες περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των φραγμών εισόδου και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό. Οι μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν και στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και θα διευκολύνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στην υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών, που θα επιτρέψουν στις ελληνικές επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης.
Οι τράπεζες
Είναι απαραίτητος ένας υγιής τραπεζικός τομέας που είναι σε θέση να παρέχει χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Την τελευταία δεκαετία τα θεμελιώδη μεγέθη του τραπεζικού τομέα έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Ειδικότερα, έχουν βελτιωθεί η κερδοφορία, η ρευστότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, ενώ η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα, μεταξύ άλλων με την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών, την περαιτέρω μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και με τη βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Έτσι ο τραπεζικός τομέας θα μπορεί να συμβάλει ακόμα περισσότερο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Αναγκαίες οι πολιτικές συναινέσεις
Οπως είπε ο κ. Στουρνάρας, σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, η ουσιαστική και αποτελεσματική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων περνά μέσα από τη δημιουργία ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, το θέμα της προώθησης των διαρθρωτικών αλλαγών δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ταμπού από τις πολιτικές δυνάμεις. Η ευρύτερη πολιτική συναίνεση μπορεί να ενισχύσει τη λογοδοσία αλλά και την ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων και να προσφέρει μακροχρόνιες λύσεις.
Μια στρατηγική τεχνοκρατικής προσέγγισης στην πολιτική διακυβέρνηση, που να βασίζεται σε μετρήσιμα αποτελέσματα, συστηματική αξιολόγηση και συγκριτική ανάλυση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς και στην αναζήτηση πραγματικών συναινέσεων στο κοινωνικό πεδίο, αποτελεί βασικό παράγοντα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων σε μια σειρά από κρίσιμα πεδία πολιτικής. Η εμμονή σε ιδεοληπτικές προσεγγίσεις θέτει προσκόμματα στην εφαρμογή δοκιμασμένων λύσεων σε τομείς όπως η φοροδιαφυγή, η αντιμετώπιση της ανομίας και ατιμωρησίας, η απόκλιση από τα εκπαιδευτικά δεδομένα της υπόλοιπης Ευρώπης, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Μόνο μια άρτια τεκμηριωμένη πολιτική μπορεί να προσφέρει βιώσιμες λύσεις και να οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα εποχή ανάπτυξης και ευημερίας.
Οπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, με την επώδυνη εμπειρία της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, πιστεύω ότι τα «συστημικά» ελληνικά πολιτικά κόμματα αναγνωρίζουν ως αυτονόητους πυλώνες την πολιτική και οικονομική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Αυτό το γεγονός δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για την καλλιέργεια μιας κουλτούρας συναίνεσης στη χώρα μας. Μια συναινετική πολιτική κουλτούρα διευκολύνει τον επιμερισμό του πολιτικού κόστους και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή αναγκαίων και ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων.
Κατά την άποψή μου, η συναίνεση γύρω από την οικονομία πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: Πρώτον, τη δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, με τη συνέχιση της δημιουργίας πρωτογενών κυκλικά διορθωμένων δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ ετησίως. Δεύτερον, τη δέσμευση για τη διασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δηλαδή τη διατήρηση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των καταθέσεων. Τρίτον, τη δέσμευση για οικονομική σύγκλιση μέσα από την εξάλειψη του επενδυτικού κενού, και για την προώθηση των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και την αναβάθμιση των θεσμών. Τέταρτον, την ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την προώθηση της θετικής οικονομικής ατζέντας στη θεματολογία της, κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.