Με σειρά έκτακτων δαπανών επιβαρύνουν τα αποτελέσματά τους στο τρέχον τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς οι συστημικές τράπεζες, προκειμένου να συγκρατήσουν, κατά τη διάρκεια του 2025, τα έξοδα και να ελαφρύνουν το σταθμισμένο σε κίνδυνο ενεργητικό τους, μέσω νέων πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και ανακτηθέντων ακινήτων.
Το 2025 υπόσχεται ευμετάβλητο περιβάλλον για τον τραπεζικό κλάδο. Οι αγορές προεξοφλούν ότι η ΕΚΤ, υπό το βάρος της πολιτικής κρίσης σε Γαλλία και Γερμανία και των αρρυθμιών που αντιμετωπίζει η οικονομία της τελευταίας (σ.σ. σε τεχνική ύφεση), θα μειώσει τα επιτόκια κατά 75 μ.β. στις δύο επόμενες συνεδριάσεις (Δεκεμβρίου και Ιανουαρίου). Η εμπροσθοβαρής μείωση θα οδηγήσει το μεσοσταθμικό Euribor τριμήνου σε επίπεδα χαμηλότερα του 2,3% για το σύνολο του 2025, αυξάνοντας την πίεση που θα δεχθούν τα καθαρά έσοδα από τόκους.
Η επίπτωση θα είναι ισχυρότερη για τις εγχώριες τράπεζες, καθώς διαθέτουν τη μεγαλύτερη συνεισφορά καθαρών εσόδων από τόκους στην οργανική κερδοφορία τους, από τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Σύμφωνα με τα υπό επεξεργασία επιχειρηματικά πλάνα, οι τράπεζες επιδιώκουν να αντισταθμίσουν την παραπάνω επίπτωση, χάρη στον ισχυρό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης και δευτερευόντως τις κινήσεις αντιστάθμισης. Όπως ανέφεραν στις πρόσφατες παρουσιάσεις στο Λονδίνο, αναμένουν μέσο ρυθμό αύξησης δανείων 6-7% στην τριετία 2025-27.
Ειδικότερα, για την επόμενη χρονιά, τα ενήμερα δάνεια αναμένεται να αυξηθούν κατά τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ. Η χρονιά βοηθά καθώς στη διάρκειά της θα κορυφώσουν οι εκταμιεύσεις δανείων επενδύσεων που έχουν υπαχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ αυξημένες προβλέπονται και οι χορηγήσεις σε εταιρείες του εξωτερικού.
Χάρη στις παραπάνω κινήσεις, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η μείωση στα προ προβλέψεων κέρδη χρήσης 2025 θα περιοριστεί σε επίπεδα από 2% έως 5%, σε σχέση με το 2024. Εκτίμηση που ενδέχεται να αναθεωρηθεί επί τα βελτίω, όταν παρουσιαστούν τα επιχειρηματικά πλάνα του 2025, τον ερχόμενο Φεβρουάριο.
Η προετοιμασία για το δύσκολο, σε σύγκριση, 2025 έχει ήδη ξεκινήσει. Όλες οι τράπεζες έτρεξαν φέτος ή τρέχουν προγράμματα εθελουσίας εξόδου, το κόστος των οποίων βαρύνει τα αποτελέσματα χρήσης, ενώ κάποιες εξ αυτών είναι πιθανόν να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα τετάρτου τριμήνου με πρόβλεψη για αποχώρηση προσωπικού, που θα διενεργηθεί εντός της επόμενης χρονιάς.
Η πίεση από Βασιλεία
Από 1/1/2025 τίθενται σε ισχύ κανόνες της Βασιλείας (Basel IV), που οδηγούν σε αύξηση του σταθμισμένου σε κίνδυνο ενεργητικού (RWA). Για τις εγχώριες συστημικές τράπεζες, η επίπτωση θα είναι της τάξης του 1 δισ. ευρώ για την καθεμία το 2025.
Ενδεικτικά, η Πειραιώς υπολογίζει ότι ως αποτέλεσμα της εφαρμογής θα αυξηθούν τα RWAs κατά περίπου 1,6 δισ. ευρώ ως το τέλος του 2026 και η Eurobank κατά 1,7 δισ. ευρώ. Η άνοδος του σταθμισμένου ενεργητικού θα πιέσει ελαφρώς τα εποπτικά κεφάλαια, όπως και οι διαγραφές DTC και τα υψηλότερα payouts (σ.σ. 50% επί των κερδών χρήσης 2025).
Η παραπάνω πίεση εξηγεί τη φετινή «πρεμούρα» δρομολόγησης σειράς ενεργειών για μείωση του σταθμισμένου σε κίνδυνο ενεργητικού, όπως η ταξινόμηση στα προοριζόμενα προς πώληση νέων μικρών χαρτοφυλακίων με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (Non Performing Exposures-NPEs) καθώς και χαρτοφυλακίων με ανακτηθέντα ακίνητα.
Με τη δρομολόγηση διάθεσης εγγράφεται και η αναμενόμενη πρόσθετη ζημιά απομείωσης, ώστε το 2025 να επιτευχθεί η αποαναγνώριση, χωρίς αξιοσημείωτο πρόσθετο κόστος. Αντίστοιχα, προετοιμάζονται κινήσεις πώλησης ανακτηθέντων ακινήτων.
Η Πειραιώς προανήγγειλε ότι θα ταξινομήσει στα προοριζόμενα προς πώληση ένα ακόμη μικρό χαρτοφυλάκιο με μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αντίστοιχου μεγέθους με το Nest (σ.σ. επιχειρηματικά δάνεια μικτής λογιστικής αξίας 250 εκατ. ευρώ) ενώ η Alpha έχει σε εξέλιξη διαγωνιστική διαδικασία για πώληση «φέτας» μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων (χαρτοφυλάκιο Gaia II), λογιστικής αξίας προ απομειώσεων 323 εκατ. ευρώ, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2025.