Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης για το αξιόχρεο της Ελλάδας σε ΒΒΒ, πιο ψηλά στο investment grade, προχώρησε ο οίκος Scope, θέτοντας σταθερές προοπτικές.
Ο οίκος επισημαίνει ότι η η μείωση του χρέους, η βελτίωση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και οι ισχυρότερες αναπτυξιακές προοπτικές οδηγούν στην αναβάθμιση του ελληνικού rating.
Το υψηλό χρέος και οι δομικές οικονομικές αδυναμίες παραμένουν οι βασικοί περιορισμοί για το ελληνικό αξιόχρεο.
Σημειώνεται ότι Scope και DBRS ήταν οι πρώτοι οίκοι που είχαν δώσει την επενδυτική βαθμίδα στο ελληνικό αξιόχρεο, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια S&P και Fitch. Η S&P αναβάθμισε περαιτέρω το outlook της αξιολόγησης σε θετικό από σταθερό στις 19 Απριλίου ενώ η αξιολόγηση της Moody's παραμένει μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, με τον οίκο να αναβαθμίζει το outlook σε θετικό στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Η αναβάθμιση
Οπως αναφέρει, η αναβάθμιση σε BBB αντανακλά την προσδοκία της Scope για συνεχιζόμενη μείωση του δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Αυτή η πτώση βασίζεται στην ευνοϊκή δυναμική του χρέους, παράλληλα με τα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και τη σχετιζόμενη περαιτέρω μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος ενισχύεται από την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), τις ιδιωτικοποιήσεις συστημικών τραπεζών και τη σταδιακή απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC) στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Επιπλέον, η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η πιο διαρκής υποστήριξη από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ενισχύουν τη βιωσιμότητα και την τάση όσον αφορά στην ανάπτυξη.
Η συνεχιζόμενη μείωση του χρέους
Ο πρώτος μοχλός της κατά μία βαθμίδα αναβάθμισης της αξιολόγησης της Ελλάδας σε BBB αντανακλά τη διαρκή μείωση του δημόσιου χρέους της. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ευνοϊκή δυναμική του χρέους, όπως υποστηρίζεται από μια τις βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, το χαμηλό μέσο κόστος επιτοκίων του ανεξόφλητου χρέους και τη δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση.
Ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε σημαντικά από το υψηλό κατά την κρίση της πανδημίας στο 212,6% του ΑΕΠ, φθάνοντας περίπου στο 155,3% έως το τέλος του 2024, αντιπροσωπεύοντας σημαντική μείωση 57% από το τέλος του 2019. Η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη από το 2ο τρίμηνο του 2020, παράλληλα με τον αυξημένο πληθωρισμό και τα μειωμένα ελλείμματα έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση του χρέους και οι κινητήριες δυνάμεις φαίνονται αρκετά βιώσιμες ώστε να διατηρούν τη συνεχιζόμενη πτώση του, ακόμη και με βαθμιαία συγκράτηση.
Ο δείκτης χρέους προβλέπεται να μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2025, πριν υποχωρήσει περαιτέρω στο 132% έως το τέλος του 2029. Εάν ολοκληρωθεί, θα αντιπροσωπεύει τον χαμηλότερο δείκτη χρέους της Ελλάδας από την αρχή της κρίσης το 1ο τρίμηνο του 2010. Οι προβλέψεις για το χρέος για την Ελλάδα έχουν ενισχυθεί λόγω της συνεχιζόμενης δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, καθώς η κυβέρνηση αναμένεται να υπερβεί την εκτίμηση στον προϋπολογισμό για πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ. Η Scope έχει επικαιροποιήσει τις μεσοπρόθεσμες παραδοχές της και αναμένει ότι η κυβέρνηση θα εμφανίζει κατά μέσο όρο πρωτογενές πλεόνασμα 2,75% κατά την περίοδο 2024-27.
Η συνεχής εστίαση στη δημοσιονομική σύνεση παρέχει στον Scope αυξημένη εμπιστοσύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει και να διατηρήσει αυξημένους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος ενόψει των επόμενων γενικών εκλογών, χωρίς απρόβλεπτες κρίσεις. Τα πρωτογενή πλεονάσματα ευθυγραμμίζονται με πιο συγκρατημένα δημοσιονομικά ελλείμματα, με μέση πρόβλεψη στο 0,7% του ΑΕΠ για την περίοδο 2024-29.
Οι προβλέψεις για το χρέος της Scope υποθέτουν αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% φέτος, 2,2% το 2025 και 1,6% κατά μέσο όρο από το 2026 έως το 2029. Η μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη είναι ωστόσο συγκριτικά αισιόδοξη, καθώς επί του παρόντος δεν αντικατοπτρίζει ύφεση έως το 2029.
Οι καθοδικοί κίνδυνοι για το βασικό σενάριο της Scope περιλαμβάνουν: i) μια απότομη οικονομική ύφεση. ii) μια απροσδόκητη επιστροφή σε χαμηλότερο πληθωρισμό. iii) απότομη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. και/ή iv) σημαντική εξασθένηση της δημοσιονομικής θέσης. Για παράδειγμα, σε ένα έντονο οικονομικό σενάριο δύο συνεχόμενων ετών ύφεσης κατά την περίοδο 2025-26, το ελληνικό χρέος μπορεί να φτάσει το 169% του ΑΕΠ έως το 2026.
Οι τράπεζες
Ο δεύτερος μοχλός της αναβάθμισης είναι η συνεχής ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και η μειούμενη σύνδεση με το ελληνικό δημόσιο.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τις μειώσεις των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (NPL). Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ενοποιημένη βάση μειώθηκαν σημαντικά από 49,2% τον Ιούνιο του 2017 – φτάνοντας στο 6,4% τον Ιούνιο του 2024. Αυτή η μείωση υποστηρίχθηκε από τιτλοποιήσεις NPL στο πλαίσιο του Ηρακλή. Η Scope αναμένει ότι ο δείκτης ΝPL θα συνεχίσει να μειώνεται καθώς οι τράπεζες παραμένουν δεσμευμένες στο περαιτέρω ξεκαθάρισμα του ισολογισμού τους. Ωστόσο, τα ΜΕΔ παραμένουν σε αυτό το στάδιο πάνω από τους μέσους όρους της ΕΕ του 1,9% και επιπλέον παραμένουν στο σύστημα ακόμη και αν δεν αναφέρονται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία.
Η κερδοφορία των τραπεζών έχει βελτιωθεί από το τέλος του 2021 λόγω των αυξημένων εσόδων από τόκους, που επωφελούνται από τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, τη μείωση των προβλέψεων για πιστωτικές ζημίες και τα αυξημένα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις. Τα κεφάλαια Tier I σε όλο το σύστημα ενισχύονται από τα αδιανέμητα κέρδη και τo de-risking στα στοιχεία ενεργητικού. Το Q2 του 2024 διαμορφώνονταν στο 16,2% των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού, έναντι 13,0% στα χαμηλά του 2021.
Παρά τις σημαντικές μειώσεις των NPL, οι πιέσεις στους ισολογισμούς του τραπεζικού συστήματος συνεχίζονται από τα αυξημένα μερίδια των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC) στο συνολικό κεφάλαιο του τραπεζικού συστήματος (που αντιπροσωπεύουν το 41% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων τον Ιούνιο του 2024), ωστόσο μειώνονται από το 52% στα τέλη του 2022. Οι αποσβέσεις των DTC προβλέπονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι δυνητικά θα επιταχυνθούν για να αποσβεστούν πλήρως έως το 2032-34, εκτός έκτακτων περιστάσεων. Η ΕΚΤ ενέκρινε την πληρωμή μερισμάτων του τραπεζικού συστήματος για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, γεγονός που αποτελεί ορόσημο.
Το ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ολοκλήρωσε πρόσφατα την πώληση ποσοστού 10% από τη συνολική συμμετοχή του στο 18,4% στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ). Το ΤΧΣ αναμένει να μεταβιβάσει ένα τελικό μερίδιο 8,4% στην Εθνική και το 72,5% της μικρότερης Attica Bank στο κρατικό επενδυτικό ταμείο πριν κλείσει μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους (εν όψει της προθεσμίας έως το τέλος του 2025). Το ΤΧΣ πούλησε το τελικό μερίδιο του 8,9781% της Alpha στην UniCredit τον Νοέμβριο του 2023 και πούλησε το τελευταίο μερίδιο 27% της Τράπεζας Πειραιώς την άνοιξη.
Ενισχυμένη μακροοικονομική σταθερότητα και υψηλότερες τάσεις ανάπτυξης
Ο τρίτος μοχλός της αναβάθμισης είναι η ενισχυμένη μακροοικονομική σταθερότητα μετά τις κρίσεις των τελευταίων 15 ετών, παράλληλα με τις συνεχείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις, που έχουν στηρίξει τις οικονομικές προοπτικές.
Σημειώθηκε πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις του «Greece 2.0», του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) και της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ. Στις 16 Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκταμίευσε την τέταρτη πληρωμή 998,6 εκατ. ευρώ σε επιχορηγήσεις από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους 35,9 δισ. ευρώ της Ελλάδας – που αποτελείται από 18,2 δισ. ευρώ συνολικά σε επιχορηγήσεις και 17,7 δισ. ευρώ σε δάνεια. Συνολικά το 51% της χρηματοδότησης του RRP έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα. Οι επενδύσεις στην ελληνική οικονομία παραμένουν χαμηλές – 14% της παραγωγής το δεύτερο τρίμηνο του 2024 – αλλά αυτό είναι ωστόσο ισχυρότερο από επίπεδα κάτω του 11% το 2019.
Ο οίκος αξιολόγησης αύξησε συγκρατημένα την εκτίμησή του για τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας στο 1,25% ετησίως από 1,0%. Αναμένεται ισχυρότερη ονομαστική οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια – εν μέρει δεδομένου του εναρμονισμένου πληθωρισμού, που αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, όντας στο 3% για φέτος, 3,4% το 2025 και 2,5% για το 2026, από 4,2% πέρυσι.