Την ώρα που η Γερμανία αντιμετωπίζει πολιτικό κενό και πληρώνει το τίμημα μιας ταχείας αποβιομηχάνισης, το ερώτημα των αναλυτών είναι κατά πόσο η νέα κυβέρνηση θα σηκώσει το πόδι από το γκάζι της πράσινης μετάβασης και θα δώσει περισσότερο χώρο στα ορυκτά καύσιμα.
Η γερμανική βιομηχανία άλλωστε ποτέ δεν ξεπέρασε το τέλος του φθηνού φυσικού αερίου από τη Ρωσία, καθώς και το σβήσιμο των πυρηνικών μονάδων μερικά χρόνια νωρίτερα, απόρροια πιέσεων των Πρασίνων, που σήμερα πληρώνει ακριβά.
Σε αυτό το κάδρο, μπορεί να μην είναι απλώς συγκυριακό το γεγονός ότι τον Οκτώβριο, η Γερμανία αύξησε απότομα τη παραγωγή ηλεκτρισμού από άνθρακα. Τον περασμένο μήνα, η ενέργεια από λιθάνθρακα αυξήθηκε κατά 28% στη Γερμανία, 28% στη Τσεχία και 30% στη Σλοβενία, επιλογή που υπαγορεύτηκε από την εξαιρετικά χαμηλή παραγωγή από ΑΠΕ.
Απόρροια της σχεδόν μηδενικής συμμετοχής των αιολικών με μόλις 0,2% στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, αυτή την Τετάρτη 6 Νοεμβρίου, η spot τιμή στη γερμανική αγορά εκτινάχθηκε στα 820 ευρώ/MWh, όπως γράφει σε χθεσινό της άρθρο η Eurelectric. Είναι ο σύνδεσμος που εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος αναδεικνύει και κάτι άλλο που μας αφορά.
Ενώ τον Ιούλιο, η μίνι ενεργειακή κρίση, εκτίναξε τις τιμές ρεύματος στη ΝΑ Ευρώπη, με διακυμάνσεις ακόμη και πάνω από 100% έναντι του 2023, εδώ και μερικές εβδομάδες, ακριβώς λόγω των ισχυρών ανέμων, οι χώρες του Νότου, είναι πολύ φθηνότερες από τη Γερμανία.
Αν και ασφαλώς πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, που οφείλεται στην αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ, εντούτοις έχει τη σημασία του ότι σήμερα (και χθες), το ελληνικό χρηματιστήριο ρεύματος είναι από τα φθηνότερα στην Ευρώπη. Εχουμε χαμηλότερη κατά 20% τιμή από τους Γερμανούς, στα 91,93 ευρώ η μεγαβατώρα, έναντι 114,47 ευρώ εκείνων, ακριβώς λόγω της μεγάλης συμμετοχής των ΑΠΕ (61,6%) στο μείγμα μας, με το λιγνίτη να συμμετέχει με μόλις 0,09%.
Στη περίπτωση των Γερμανών, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά, ο δικός τους λιθάνθρακας δεν έχει καμία σχέση με το δικό μας λιγνίτη. Η ποιότητά του είναι κατά πολύ ανώτερη των δικών μας κοιτασμάτων, η θερμογόνος του δύναμη είναι 2.500 kcal, όταν του ελληνικού λιγνίτη δεν υπερβαίνει τις 1.162 kcal, με αποτέλεσμα σε περιόδους σαν αυτήν να αποτελεί μια πολύ καλύτερη λύση από το ακριβό φυσικό αέριο.
Τα πράσινα κόστη και τα σενάρια για την αποπομπή Λίντνερ
Αντιμέτωπη με την ύφεση και ενόψει χειμώνα, η γερμανική οικονομία βλέπει τα κόστη της να αυξάνονται επικίνδυνα, ξυπνώντας σε κάποιους μνήμες του 2022.
Τα παραπάνω συμπίπτουν με τα σενάρια που συνδέουν την κατάρρευση του τρικοματικού συνασπισμού στη Γερμανία μετά την αποπομπή του αρχηγού του FDP Κρίστιαν Λίντνερ από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, με τη θέση του ότι η απανθρακοποίηση της ΕΕ φέρνει αποβιομηχάνιση και την διαφωνία του ως προς το ποιος θα πληρώσει τελικά τις πράσινες πολιτικές.
Ελάχιστες μέρες πριν την απομάκρυνσή του, και ενώ τα δεινά της Volkswagen και το φάντασμα της αποβιομηχάνισης στοιχειώνουν καιρό τώρα τη χώρα, ο επικεφαλής των Ελεύθερων Δημοκρατών είχε καταθέσει κείμενο θέσεων για τη στήριξη της οικονομίας, ζητώντας φορολογικές μειώσεις, αλλά κυρίως να κατεβάσει ταχύτητα η χώρα έναντι των πράσινων στόχων, εισπράττοντας σφοδρή κριτική από κορυφαία στελέχη των κυβερνητικών του εταίρων, των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και των Πρασίνων. Τελικά έπεσε η κυβέρνηση.
Το ρεύμα επανέρχεται στην ατζέντα
Το βέβαιο είναι ότι το θέμα του ρεύματος ανεβαίνει στην ευρωπαϊκή ατζέντα. Το δείχνει και η χθεσινή κοινή δήλωση των ηγετών μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Βουδαπέστης, με θέμα την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και τις εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα, όπου υπάρχει ρητή αναφορά στις στρεβλώσεις και στις τιμές που πρέπει να αντιμετωπιστούν με τρόπο κατεπείγοντα.
«Οι στρεβλώσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν», είπε χθες ο Κυρ. Μητσοτάκης, μιλώντας για δύο αναγκαίες παρεμβάσεις, πρώτον ότι χρειαζόμαστε περισσότερες διευρωπαϊκές διασυνδέσεις που πρέπει να χρηματοδοτηθούν με ευρωπαϊκούς δημόσιους πόρους. Και δεύτερον ότι πρέπει να ξαναδούμε ουσιαστικά τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την τιμολόγηση του ρεύματος, εννοώντας την αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής αγοράς (Target Model), ώστε να μην καθορίζει το φυσικό αέριο την οριακή τιμή του συστήματος, όπως γίνεται σήμερα.
Ανοίγει η συζήτηση
Αρκετοί πιστεύουν ότι αυτό που η δεύτερη θητεία Τραμπ θα μπορούσε να κάνει, είναι να δώσει αφορμή για μια νέα εσωτερική συζήτηση στην ΕΕ όχι ως προς την κατεύθυνση αλλά ως προς την ταχύτητα και το πραγματικό κόστος της ενεργειακής μετάβασης.
«Δεν μπορεί να τίθενται εξωπραγματικά χρονοδιαγράμματα ως προς την απόσυρση της ενεργοβόρας ευρωπαϊκής βιομηχανίας από το φυσικό αέριο ή την απόσυρση νέων πετρελαιοκίνητων οχημάτων σε μόλις δέκα χρόνια από σήμερα», όπως ανέφερε στη προ ημερών συνέντευξη του στο Euro2day.gr ο καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας, Θόδωρος Τσακίρης.
Σε αυτό το κάδρο, μένει να φανεί κατά πόσο η απότομη αύξηση μέσα σε ένα μήνα της χρήσης άνθρακα από τη Γερμανία, ήταν συγκυριακή ή όχι. Κάποιες συμπτώσεις μπορεί να μην είναι ακριβώς συμπτώσεις, λένε άνθρωποι που παρακολουθούν την αγορά από κοντά.