Η εγκατάσταση «αντιδραστήρων τσέπης» στην Ελλάδα θα μπορούσε να ρίξει σε βάθος χρόνου τις τιμές ρεύματος στη χονδρική ακόμη και κατά 25% μειώνοντας τις ετήσιες δαπάνες για τον καταναλωτή μέχρι και 1,7 δισ. ευρώ το χρόνο.
Στον αντίποδα βέβαια αυτό θα απαιτούσε κάποιες επενδύσεις αρκετών δισεκατομμυρίων. Σήμερα τα κόστη ενός τυπικού SMR (τύπου Nuward, ισχύος 340 MW) κινούνται μεταξύ 1,9 και 3,9 δισ. ευρω, καθώς η τεχνολογία είναι ακόμη ανώριμη, βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο και δεν έχουμε πουθενά ακόμη δει απτά δείγματα παρόμοιων επενδύσεων.
Η συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια ανοίγει όλο και περισσότερο, η Κομισιόν πρόκειται να παρουσιάσει προτάσεις για την επιτάχυνση και εξάπλωση των μικρών «αντιδραστήρων τσέπης» SMR, νέες ιδέες κάνουν την εμφάνισή τους και νέες μελέτες πέφτουν στο τραπέζι, όπως αυτή του καθηγητή του ΑΠΘ Παντελή Μπίσκα που παρουσιάστηκε χθες στο συνέδριο «Ενέργεια και Ανάπτυξη» του ΙΕΝΕ.
Αναδεικνύει τόσο τα οφέλη για τον καταναλωτή σε επίπεδο τιμών, και μικρότερων δαπανών για αγορές φυσικού αερίου και CO2, όσο όμως και τα δυσθεώρητα ακόμη ποσά τέτοιων επενδυτικών εγχειρημάτων, παίρνοντας ως παράδειγμα ένα μεσαίο πυρηνικό αντιδραστήρα. Συνεπάγονται ένα κεφαλαιουχικό κόστος 5.500- 11.600 ευρώ / kW και ένα ετήσιο κόστος λειτουργίας και συντήρησης 126.000 ευρώ ανά Μεγαβάτ, που σημαίνει ότι για να είναι βιώσιμο ένα τέτοιο έργο θα πρέπει να αντικαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις ακριβές σήμερα μονάδες φυσικού αερίου.
Σε αδρές γραμμές σε αυτό τον προβληματισμό, τουλάχιστον από πλευράς αριθμών, συνοψίζεται η εξίσωση της εγκατάστασης και στην Ελλάδα μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων τσέπης, με βάση τη μελέτη του κ. Μπίσκα.
Στο βαθμό που θα εξασφαλίζονταν η πολιτική και κοινωνική συναίνεση και η χώρα θα έπαιρνε την απόφαση να ανοίξει τη «πόρτα» στους αντιδραστήρες τσέπης, οι επενδύσεις αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση του κόστους για δαπάνες φυσικού αέριου, CO2, και πτώση των τιμών στο ρεύμα για τον καταναλωτή.
Προϋπόθεση, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, ο αριθμός τους να μην ξεπεράσει σε συνολική ισχύ τα 650 -700 MW. Ειδάλλως, αν «κανιβαλλιστούν» μεταξύ τους, αν δηλαδή γίνουν πολλές, καμία δεν θα καταφέρει να βγάλει τα κόστη της.
Η μελέτη, όπως και άλλες που γίνονται σε αρκετές χώρες, έρχεται σε μια στιγμή κατά την οποία η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον Ντερ Λάινεν έχει ζητήσει από τον υποψήφιο Επίτροπο Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν να εργαστεί πάνω σε προτάσεις που θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη και επιτάχυνση της εξάπλωσης των μικρών αρθρωτών πυρηνικών αντιδραστήρων (SMR).
Τα τέσσερα σενάρια
Η συγκεκριμένη μελέτη εξετάζει τέσσερα σενάρια ανάπτυξης αντιδραστήρων στην Ελλάδα. Από τη μικρή προσθήκη τέτοιων μονάδων (650 MW), έως τη μεσαία (1.500 MW) και τη μεγαλύτερη (3.000 MW), καθώς επίσης και το σενάριο του να παραμείνει η κατάσταση ως έχει.
Το σκεπτικό της στηρίζεται στις ανάγκες του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, προχωρώντας σε μια προσομείωση της κατάστασης για τα επόμενα 20 χρόνια, δηλαδή τη περίοδο 2032-2051 και κάνοντας άσκηση κατά πόσο ένα τμήμα αυτών των αναγκών, θα μπορούσε να υποκατασταθεί αποτελεσματικά από ένα συνδυασμό των διαθέσιμων τύπων SMR’s.
Στο τρίτο μάλιστα σενάριο, η παραγωγή των μονάδων αυτών σε βάθος 20ετίας θα μπορούσε να φτάσει να καλύπτει ακόμη και 2 TWh το χρόνο, όσο το 30% της ετήσιας κατανάλωσης της χώρας.
Αντικαθιστώντας ακριβές μονάδες φυσικού αερίου, οι Small Modular Reactor’s (SMRs), ανάλογα πάντα με την έκταση των επενδύσεων, θα οδηγούσαν σε μείωση από 21% μέχρι και 62% των δαπανών για το συγκεκριμένο καύσιμο, εξοικονομώντας ποσά μεταξύ 222 και 657 εκατ. ευρώ το χρόνο, ανάλογα με τα σενάρια διείσδυσης των SMRs.
Και παράλληλα, θα μειώνονταν και οι εκπομπές CO2, από 20% μέχρι και 52%, αθροίζοντας μια συνολική εξοικονόμηση το χρόνο, μαζί με το φυσικό αέριο, μεταξύ 356 εκατ. και 1 δισ ευρώ, ανάλογα πάντα με τα σενάρια εγκατάστασης των SMRs στην Ελλάδα.
Στα κόστη του ρεύματος, η μείωση κατά 25% της χονδρικής, ήτοι κατά 26 ευρώ / μεγαβατώρα, ισχύει μόνο στο σενάριο ανάπτυξης αντιδραστήρων, συνολικής ισχύος 3.000 MW. Διαφορετικά η μείωση της χονδρικής τιμής θα είναι μικρότερη, μόλις 3,3% στο σενάριο περιορισμένης ανάπτυξης τέτοιων μονάδων, (650 MW) και 10% σε εκείνο της μεσαίας ανάπτυξης (1.500 MW).
Σε επίπεδο επενδυτή, ο βαθμός εσωτερικής απόδοσης τέτοιων μονάδων, ανάλογα με το επενδεδυμένο κεφάλαιο, κινείται μεταξύ 5% και 12,7% (σενάριο για 650 MW), μειώνεται στα 4,7%- 12% (σενάριο για 1500 MW) και πέφτει περαιτέρω ανάμεσα σε 3%-9,4% (σενάριο για 3.000 MW).
Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των SMR
Η τεχνολογία των μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδιο, κανείς τέτοιος σταθμός δεν έχει μπει ακόμη σε λειτουργία, επομένως είναι προώρο να εξαχθούν συμπεράσματα.
Στα πλεονεκτήματα ξεχωρίζει κανείς ότι ακριβώς επειδή είναι αρθρωτοί (modular) έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορεί να τοποθετείται ο ένας δίπλα στον άλλο, που σημαίνει ότι σε ένα σταθμό μπορεί να υπάρχουν και δέκα ή δώδεκα τέτοιες μικρές μονάδες.
Είναι προκατασκευασμένες μονάδες με μικρό μέγεθος, περιορισμένες απαιτήσεις τροφοδοσίας καυσίμου (ανά 3 έως 7 χρόνια, όταν στις μεγάλες μονάδες αυτό γίνεται ανά 1-2 χρόνια), υψηλό βαθμό αυτοματοποίησης στα συστήματα ασφαλείας, άρα μικρή ανθρώπινη παρέμβαση και χαμηλότερο ρίσκο για ατύχημα. Εχουν επίσης χαμηλό μεταβλητό κόστος, της τάξης των 15-30 ευρώ η μεγαβατώρα, με υψηλό συντελεστή φόρτισης 70-75%, προσφέρονται για την αντικατάσταση ακριβών μονάδων φυσικού αερίου, διαθέτουν μεγάλη ευελιξία και σχεδόν μηδενικές εκπομπές CO2.
Στα μειονεκτήματά τους πρέπει κανείς να συνυπολογίσει το υψηλό κόστος κεφαλαίου, τη διαχείριση των αποβλήτων και μια σειρά από προκλήσεις σε ρυθμιστικό επίπεδο.
Η μελέτη του κ. Μπίκα είναι μια ακόμη κίνηση που προστίθεται στη συζήτηση που έχει ανοίξει τους τελευταίους μήνες για τη πυρηνική ενέργεια και στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση από τη πλευρά της κοιτάζει τις εξελίξεις γύρω από τους αρθρωτούς αντιδραστήρες, αλλά ταυτόχρονα είναι και σκεπτική, όπως έκανε σαφές προ μερικών εβδομάδων ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού για την ενέργεια, Νίκος Τσάφος.
Η συγκεκριμένη τεχνολογία δεν έχει ακόμη ωριμάσει, δεν έχει καν περάσει στο πρώτο στάδιο της κατασκευής τέτοιων αντιδραστήρων, άρα δεν έχουμε απτά δείγματα παρόμοιων επενδύσεων στην ευρύτερη γειτονιά μας, ώστε να δούμε πώς αποτυπώνονται στην πράξη τα μικρότερα κόστη και η μεγαλύτερη ασφάλεια που λέγεται ότι έχει έναντι των αντιδραστήρων της προηγούμενης γενιάς.