Αντιμέτωποι με το οικονομικό τσουνάμι που προκάλεσε η επέλαση του κορωνοϊού το 2020, οι φορείς άσκησης πολιτικής εγκατέλειψαν την οικονομική ορθοδοξία για να χρηματοδοτήσουν τεράστια προγράμματα στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Οι κυβερνήσεις έριξαν αφειδώς «χρήμα από το ελικόπτερο» χωρίς κανείς να ρωτήσει πώς θα πληρώσουν τα χρέη που συσσωρεύουν.
Ενάντια στα κυρίαρχα δημοσιονομικά ήθη το Κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε το 2020 πακέτο τόνωσης $2,2 τρισ. για την ανακούφιση των Αμερικανών από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, ενώ στα τέλη Μαρτίου ο Μπάιντεν παρουσίασε ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων άνω των $2 τρισ.
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, σε μια εξίσου πρωτοφανή ρήξη με το δημοσιονομικό status quo, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης άναψαν το «πράσινο φως» για τη δημιουργία Ταμείου Ανάκαμψης €750 δισ.
Μια εύλογη εξήγηση πίσω από την ευρεία αποδοχή των επεκτατικών πολιτικών είναι οι συνθήκες πολέμου που δημιούργησε η κρίση της Covid-19. «Είμαστε σε πόλεμο, ο εχθρός είναι αόρατος» είχε διακηρύξει ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν στις αρχές του Μαρτίου του 2020.
«Η αλλαγή νοοτροπίας είναι τόσο απαραίτητη σε αυτή την κρίση, όσο θα ήταν σε περίοδο πολέμου» είχε γράψει λίγες ημέρες αργότερα ο Μάριο Ντράγκι σε άρθρο παρέμβαση στους Financial Times.Η αναλογία του πολέμου νομιμοποιεί την υιοθέτηση έκτακτων πολιτικών και προετοιμάζει τους πολίτες για τις δυσμενείς συνέπειες που θα ακολουθήσουν. Μια οικονομία σε πόλεμο λειτουργεί εξ ανάγκης διαφορετικά.
Ένας επιπλέον λόγος για την εφαρμογή των πολιτικών αυτών είναι, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μπάρι Άιχενγκριν, ότι οι φορείς άσκησης πολιτικής είχαν διδαχτεί από τα λάθη τους κατά τη διαχείριση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και δη της ελληνικής κρίσης χρέους που ακολούθησε.
Στο βιβλίο του «Υπέρ του δημόσιου χρέους» ο Άιχενγκριν επιχειρεί μέσα από μια μακρά ιστορική αναδρομή να καταδείξει ότι η δυνατότητα των κυβερνήσεων να εκδίδουν χρέος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση κρίσεων και στη χρηματοδότηση θεμελιωδών δημόσιων αγαθών. Ως εκ τούτου, η έκδοση χρέους αποτελεί συστατικό κομμάτι της οικοδόμησης και της σταθερότητας του σύγχρονου κράτους.
Ταυτόχρονα, ο Άιχενγκριν επιχειρεί να αναδείξει στο βιβλίο του τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν από τον δημόσιο δανεισμό ανατρέχοντας σε διάφορα ιστορικά παραδείγματα, με πιο πρόσφατο την ελληνική κρίση χρέους του 2009. Ο Άιχενγκριν, αναλύει τις επιλογές των φορέων άσκησης πολιτικής στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους, τα διδάγματα που προκύπτουν από τα σφάλματά τους και πώς τα διδάγματα αυτά αξιοποιήθηκαν στην κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού.
Το κύριο συμπέρασμα του Αμερικανού οικονομολόγου είναι ότι δεν υπάρχει ανώδυνος τρόπος αντιμετώπισης μιας κρίσης χρέους, ωστόσο αν μια χώρα βρεθεί σε αυτή τη δύσκολη θέση η καθυστέρηση απλώς αυξάνει το κόστος.
Η σημασία της αναδιάρθρωσης
Το πρώτο δίδαγμα είναι σύμφωνα με τον Άιχενγκριν ότι όταν το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο πρέπει να αναδιαρθρώνεται. Όπως υποστηρίζει, η ελληνική κρίση χρέους ήταν τόσο παρατεταμένη και καταστροφική επειδή οι φορείς άσκησης πολιτικής απέκλεισαν τη λύση της αναδιάρθρωσης.
Η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιβάλλει μεγαλύτερες περικοπές στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, στις συντάξεις και στα επιδόματα ανεργίας επειδή δεν της δόθηκε η δυνατότητα για μια μεγάλη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Οι περικοπές αυτές προκάλεσαν με τη σειρά τους έντονη πολιτική αντίδραση που υπονόμευσε τη στήριξη στη δημοσιονομική προσαρμογή και τελικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η αρνητική στάση που επέδειξαν οι φορείς άσκησης πολιτικής στη λύση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους εξηγείται σύμφωνα με τον Άιχενγκριν από το ό,τι πίστευαν, εσφαλμένα, ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν πρέπει να αναδιαρθρώνουν τα χρέη τους. Τελικά, αφότου είχαν περάσει δύο χρόνια από την υπαγωγή της Ελλάδας σε πρόγραμμα διάσωσης, είχε γίνει πλέον φανερό ότι ήταν αδύνατο να υπάρξει δημοσιονομική προσαρμογή χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους και οι ομολογιούχοι αναγκάστηκαν το 2012 να αποδεχτούν μεγάλο «κούρεμα».
Τι ήταν αυτό που άλλαξε από το 2010, όταν απορρίφθηκε η λύση της αναδιάρθρωσης, έως το 2012, όταν και ολοκληρώθηκε με επιτυχία; Κατά τον Άιχενγκριν, ο πρώτος λόγος ήταν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά είχαν πονέσει τόσο πολύ οικονομικά που πλέον ήταν αδύνατον να γίνει αποδεχτή η ιδέα ότι θα τη γλυτώσουν οι ομολογιούχοι. Ο δεύτερος λόγος, ήταν ότι οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες είχαν προλάβει να μειώσουν την έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος και πλέον ήταν σε θέση να δεχτούν το χτύπημα.
Ο «διαβολικός βρόχος» μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζών
Αυτό μας οδηγεί σύμφωνα με τον Άιχενγκριν στo δεύτερο δίδαγμα από την ελληνική κρίση: όταν οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα τείνουν να φορτώνουν τα δάνειά τους στις εγχώριες τράπεζες. Έτσι, ωστόσο, δημιουργείται ένας «διαβολικός βρόχος» μεταξύ των τραπεζών και του δημόσιου χρέους, όπου το υψηλό χρέος γεννά τραπεζικά προβλήματα και αυτά με τη σειρά τους μεταμορφώνονται σε προβλήματα χρέους, συμπαρασύροντας ενδεχομένως το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία στην κατάρρευση.
Όταν η κυβέρνηση ενθαρρύνει τις εγχώριες τράπεζες να αγοράσουν τα κρατικά ομόλογα που εκδίδει, είτε για να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού είτε για άλλους λόγους, οι φορείς άσκησης πολιτικής θα διστάσουν να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση του χρέους.
Επιπλέον, οτιδήποτε δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα της κυβέρνησης να εξυπηρετήσει το χρέος της θα δημιουργήσει προβλήματα στις τράπεζες. Οι αγορές κεφαλαίων θα περιορίσουν τη χρηματοδότησή τους και θα υπάρξει εκροή καταθέσεων.
Η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε «κεφαλαιακές ενέσεις» και να σηκώσει το βάρος της εκκαθάρισης των ισολογισμών τους από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Καθώς η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ικανότητα της κυβέρνησης να χρηματοδοτήσει τέτοια μέτρα θα περιορίζεται, η κρίση ρευστότητας θα εντείνεται.
O Άιχενγκριν τονίζει ότι οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές πρέπει να αποτρέπουν τις τράπεζες να διακρατούν μεγάλες ποσότητες κρατικών ομολόγων.
Ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας
Το τρίτο δίδαγμα σύμφωνα με τον Άιχενγκριν είναι ότι προκειμένου η έκδοση δημόσιου χρέους να κάνει περισσότερο καλό παρά κακό, πρέπει να υποστηρίζεται από την κεντρική τράπεζα. Η μεταβλητότητα στις αγορές μπορεί να εκτιναχτεί όταν αυξηθεί υπερβολικά ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα μιας χώρας.
Η βουτιά στις τιμές των ομολόγων της μπορεί να προκαλέσει πανικό στους επενδυτές. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ρόλος της κεντρικής της τράπεζας είναι να λειτουργήσει ως πάροχος ρευστότητας και να ξεκινήσει να αγοράζει τα ομόλογα που έχει εκδώσει η κυβέρνηση μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση, οπότε θα είναι σε θέση να πουλήσει τα ομόλογα που αγόρασε στις αγορές.
Όπως επισημαίνει ο Άιχενγκριν, από το 2010 έως το 2012 η ΕΚΤ αρνήθηκε να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο. O Ζαν-Κλωντ Τρισέ επέμεινε ότι δεν ήταν ευθύνη της ΕΚΤ να σταθεροποιήσει τις αγορές ομολόγων. Υποστήριξε, αντίθετα, ότι οι κυβερνήσεις ήταν υποχρεωμένες να ρυθμίσουν «τα του οίκου τους» για να διασφαλίσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Όπως τονίζει ο Άιχενγκριν, η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε με τα «χέρια δεμένα» λόγω αυτής της αναντιστοιχίας μεταξύ της ικανότητας έκδοσης χρέους, η οποία ανήκει στη δικαιοδοσία των κρατών μελών, και της ικανότητας σταθεροποίησης της αγοράς μέσω ενός δανειστή έσχατης ανάγκης, η οποία ανήκει σε έναν θεσμό - την ΕΚΤ-που ελέγχεται από όλα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Η κρίση κατέδειξε ότι τα συμφέροντα της ελληνικής κυβέρνησης και της ΕΚΤ δεν ευθυγραμμίζονταν, τουλάχιστον πριν το 2012, με ολέθριες συνέπειες για τη χώρα.
* To βιβλίο «Υπέρ του δημόσιου χρέους» του Μπάρι Άιχενγκριν κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.