Αναγκαία και ικανή συνθήκη για την πραγματική αύξηση των μισθών αναδεικνύεται η ενίσχυση των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και η υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, καθώς ο νέος μηχανισμός διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, όπως αυτός προτείνεται από την Επιστημονική Επιτροπή, εκτιμάται ότι δεν θα οδηγήσει σε υψηλές αυξήσεις, όπως αυτές που δόθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Βέβαια, έως και το 2027, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα αποφασίζονται με βάση το ισχύον σύστημα, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, διαβούλευση κυρίως μέσω υπομνημάτων με τους κοινωνικούς εταίρους και τους επιστημονικούς φορείς, έκδοση μη δεσμευτικού πορίσματος από ειδική επιτροπή και οριστική, τελική απόφαση από την κυβέρνηση.
Έτσι, εκτιμάται αφενός ότι η ΕΛΣΤΑΤ θα έχει δημιουργήσει τους απαιτούμενους δείκτες παρακολούθησης των μισθών και της αγοραστικής δύναμης, προκειμένου να πάμε στην αυτόματα τιμαριθμοποίηση των αυξήσεων, λαμβάνοντας υπόψη και την παραγωγικότητα της οικονομίας, αφετέρου, θα έχει υλοποιηθεί η δέσμευση του πρωθυπουργού για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ μέχρι τότε.
Αυτό στην πράξη σημαίνει μια μέση αύξηση περίπου 5% τον χρόνο στον κατώτατο μισθό για τα επόμενα 3 χρόνια, με αποτέλεσμα από 830 ευρώ μεικτά σήμερα, να πάμε σε περίπου 870 ευρώ το 2025 και σταδιακά, στα 950 το 2027.
Από εκεί και μετά βέβαια, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των ειδικών, ο κατώτατος μισθός θα αυξάνεται έτσι ώστε να αποτελεί ένα «δίχτυ ασφαλείας» για την κοινωνική συνοχή. Η πορεία του δεν θα μπορεί να είναι εντυπωσιακή και αναντίστοιχη από αυτήν της ευρύτερης οικονομικής κατάστασης.
«Θα λειτουργεί ως ένα εργαλείο βάσης», επισημαίνουν οι ειδικοί, εκτιμώντας ότι για τον λόγο αυτό, προβλέφθηκε η δυνατότητα απόκλισης από τον μηχανισμό αυτό ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Όπως βέβαια προβλέπεται και η δυνατότητα «παγώματος» του κατώτατου μισθού, αν ο αυτόματος μηχανισμός οδηγεί σε μείωση του μισθού ή του ημερομισθίου.
Η Επιτροπή προβλέπει επίσης τη δυνατότητα να μη γίνει αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, ακόμη κι αν ο δείκτης δείχνει αύξηση, σε περίπτωση που η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση ή υπάρχει σημαντική απόκλιση του πληθωρισμού από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρατηρείται σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών και η αύξηση δεν δικαιολογείται από τα επίπεδα και τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της. Επίσης, έκτακτες περιστάσεις ενδέχεται να αποτελέσουν αιτία για μη αύξηση του κατώτατου μισθού, ακόμη κι αν ο μηχανισμός δείχνει το αντίθετο.
Ο γενικός κανόνας πάντως στηρίζεται σε έναν αυτόματο συντελεστή που θα προκύπτει κάθε φορά από το άθροισμα α) του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ής Ιουνίου του τρέχοντος για το χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών και β) του ημίσεως του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις
Εκεί βέβαια που θα πρέπει να πέσει ιδιαίτερα το βάρος των προσπαθειών της κυβέρνησης, τα επόμενα χρόνια, είναι η ενίσχυση των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και της κάλυψης της πλειοψηφίας των εργαζόμενων από συλλογικές συμβάσεις, που θα προβλέπουν σημαντικές αυξήσεις.
Να σημειωθεί ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ζητούν άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων που καθιερώθηκαν κατά τη μνημονιακή περίοδο, ώστε να αυξηθεί η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, άνω του 80% των μισθωτών, όπως ορίζει η Ευρωπαϊκή Οδηγία που θα κυρωθεί το επόμενο διάστημα από τη χώρα μας. Σήμερα το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιχειρησιακών, δεν ξεπερνά το 30%.
Η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί για αύξηση του μέσου μισθού από τα 1.280 ευρώ, που είναι σήμερα, στα 1.500 ευρώ ως το 2027, γεγονός που για να ισχύσει, θα πρέπει να υπάρξουν αυξήσεις κατά μέσο όρο της τάξης του 5,5%, ώστε το 2025 ο μέσος μισθός να διαμορφωθεί στα 1.350 ευρώ, κατά 5,2% το 2026 για να διαμορφωθεί στα 1.420 ευρώ και κατά 5,7% 2026 και 2027 για να ανέλθει στα 1.501 ευρώ.
Ήδη πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το μισθολογικό κόστος στη χώρα μας, ήτοι οι αμοιβές των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα, αυξήθηκε κατά 8,6% το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, από 7,5% που ήταν η αύξηση στο πρώτο τρίμηνο του έτους.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η άνοδος αυτή προέρχεται κατά κύριο λόγο από την ώθηση που έδωσε στο σύνολο των αποδοχών των εργαζομένων η αύξηση κατά 50 ευρώ στον κατώτατο μισθό, ο οποίος από τα 780 ευρώ το 2023 αυξήθηκε στα 830 ευρώ φέτος, το ξεπάγωμα των τριετιών που έγινε νωρίτερα από την πρόβλεψη για πτώση του ετήσιου ποσοστού ανεργίας κάτω του 10%, η αύξηση των προσλήψεων, που σε σημαντικό ποσοστό (55%) αφορούσαν θέσεις πλήρους απασχόλησης, αλλά και η διάθεση των εργοδοτών να παρέχουν μισθούς σημαντικά αυξημένους σε σχέση με τον κατώτατο, λόγω των πολλών κενών θέσεων εργασίας.
Ακόμη λοιπόν κι αν και οι δύο στόχοι της κυβέρνησης επιτευχθούν έως το 2027, οι ειδικοί εκτιμούν ως εξαιρετικά σημαντικό να προωθηθούν και να ενισχυθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα μας, ώστε από το 2028 κι εφεξής να υπάρχει πραγματική αύξηση των εισοδημάτων.