Αναβάθμισε το outlook για την ελληνική οικονομία η DBRS

Κρίσιμη για την απόφαση η βελτίωση της εικόνας του τραπεζικού τομέα. Βλέπει μείωση χρέους στο 140% του ΑΕΠ το 2027. Σημαντική η στήριξη της οικονομίας από τα κοινοτικά κονδύλια.

Αναβάθμισε το outlook για την ελληνική οικονομία η DBRS

Σε αναβάθμιση του outlook της ελληνικής οικονομίας προχώρησε η DBRS, διατηρώντας την αξιολόγηση στο BBB (low).

H DBRS είχε διατηρήσει τον περασμένο Μάρτιο την αξιολόγηση της χώρας στο BBB (low) με σταθερό το outlook. Υπήρξε, όμως, πέρυσι τον Σεπτέμβριο ο πρώτος από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης που έδωσε στη χώρα το investment grade.

Υπενθυμίζεται ότι ο μόνος μεγάλος οίκος που διατηρεί τη χώρα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα είναι η Moody’s η οποία βάση του προγραμματισμού θα δημοσιοποιήσει την έκθεσή της για την ελληνική οικονομία την επόμενη Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου.

Οπως εξηγεί στην ανάλυσή της η Morningstar DBRS η αλλαγή του outlook αντικατοπτρίζει την περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος. Ο τραπεζικός τομέας είναι πιθανό να συνεχίσει να διατηρεί καλή κερδοφορία, μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και μειώνοντας τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.

Οι «κληρονομιές» που σχετίζονται με έναν ισχυρό δεσμό των τραπεζών με την κυβέρνηση έχουν επίσης υποχωρήσει ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής απόφασης να πουλήσει μεγάλο μέρος των μετοχών σε συστημικές τράπεζες, σημειώνει.

Επιπλέον, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν περαιτέρω τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, που αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 από 161,9% το 2023.

Επιπλέον, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, και αυτές  μαζί με υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναμένεται να αυξήσουν τη δυναμική και να κάνουν την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοσυντηρούμενη.

Από το 2021, η Ελλάδα ξεπερνά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ αναμένεται να επεκταθεί κατά περισσότερο από 2% τόσο το 2024 όσο και το 2025. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας BBB (χαμηλές) υποστηρίζονται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ και από την εφαρμογή παλαιότερων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Ταμείου Ανάκαμψης γεγονός που αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομολόγους της στη ζώνη του ευρώ.

Σημαντικοί πόροι της ΕΕ παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ υποστηρίζουν τις επενδύσεις με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντανακλάται στη ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020.

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Λόγοι αναβάθμισης

Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) περαιτέρω βελτίωση της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος (2) συνέχιση των υγιών δημοσιονομικών επιδόσεων, που υποστηρίζονται από διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα και σημαντική μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους ή (3) συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Η Morningstar DBRS θα μπορούσε να αλλάξει το outlook και πάλι σε σταθερό, εάν ο τραπεζικός τομέας δεν καταφέρει να μειώσει τις ευπάθειές του, η προβλεπόμενη μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους υποαποδώσει σημαντικά ή εάν η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης υπονομεύτει.

Οι πιθανοί παράγοντες ενεργοποίησης για μια υποβάθμιση περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των παρακάτω: (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε μια διαρκή ανοδική τάση (2) ανατροπή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Οι τράπεζες

Έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν. Οι τράπεζες έχουν καλύτερη κεφαλαιοποίηση, μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με την υποστήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου.

Επιπλέον, η βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας μετά από μια βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης και η μείωση του κόστους δανεισμού σε συνάρτηση με τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου ενίσχυσαν περαιτέρω τις ελληνικές τράπεζες.

Οι πρόσφατες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και των υψηλών επιτοκίων, δεν εμπόδισαν τον συνολικό δείκτη NPEs να συνεχίσει να μειώνεται. Ήταν στο 7,5% το 1ο τρίμηνο του 2024, σημειώνοντας πτώση πάνω από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του τον Ιούνιο του 2017. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του «Ηρακλή» το οποίο έχει επωφεληθεί από το δημόσιο εγγύηση.

Η επικείμενη συγχώνευση μεταξύ της Attica Bank και της Παγκρήτια, αν και θα οδηγήσει σε δημόσια ανακεφαλαιοποίηση περίπου 500 εκατ. ευρώ, πιθανότατα θα βοηθήσει τον δείκτη NPEs του τραπεζικού συστήματος να μειωθεί περαιτέρω προς τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.

Με την υγεία του τραπεζικού συστήματος να βελτιώνεται, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προχώρησε σε σημαντικές αποεπενδύσεις σε συστημικές τράπεζες. Αυτό προσέλκυσε ιδιώτες επενδυτές που επέτρεψαν στην κυβέρνηση να πουλήσει μεγάλο μέρος των μετοχών σε συστημικές τράπεζες, γεγονός που συμβάλλει στη μείωση της σχέσης με τις τράπεζες.

Η Morningstar DBRS αναμένει περαιτέρω βελτίωση στην ποιότητα του κεφαλαίου με συνεχή μείωση της αναβαλλόμενης φορολογικής πίστωσης, η οποία, από το έτος 2023, αντιπροσώπευε το 44% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων, ποσοστό μειωμένο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2022.

Η αγορά κατοικίας

Οι τιμές ακινήτων αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια αντιστρέφοντας την προηγούμενη πτωτική τάση, αλλά το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και τα επιτόκια έχουν επιδεινώσει την κατάσταση για τα νοικοκυριά. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού και μόχλευσης και η Morningstar DBRS θεωρεί τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα περιορισμένους αυτή τη στιγμή. 

Την τελευταία δεκαετία, η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική, αλλά πρόσφατα βελτιώνεται η εικόνα, ιδιαίτερα για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και η κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης (RFF) από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPEs που έχει σημειωθεί, τοποθετούν τις τράπεζες σε καλό σημείο για την περαιτέρω παροχή πιστώσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο του RRF, η Ελλάδα θα λάβει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 16,7 δισ. ευρώ θα διοχετευθούν μέσω ελληνικών τραπεζών. Μέχρι στιγμής, μόνο 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις, αλλά είναι πιθανό να υπάρξει επιτάχυνση. Η επίλυση του θέματος των NPEs μεταφέρθηκε από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και πλέον τα διαχειρίζονται οι εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων, γεγονός που παραμένει ένα ευάλωτο στοιχείο, σημειώνει.

 Το χρέος

Ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα μέτρια επιτόκια και την υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 207% το 2020 πριν πέσει στο 161,9% το 2023, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Περαιτέρω μειώσεις είναι πιθανό να σημειωθούν μεσοπρόθεσμα.

Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει να μειώνεται στο 152,7% του ΑΕΠ φέτος, υποδηλώνοντας πτώση περίπου 54 ποσοστιαίων μονάδων σε μόλις τέσσερα χρόνια, μια από τις πιο απότομες μειώσεις στη σύγχρονη εποχή. Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες.

Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τα swaps. Δεύτερον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ υψηλή, αναμένεται να ανέλθει στα 19 έτη το 2024 και περίπου το 70% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς.

Τέλος, ο Ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους κατάφερε να κάνει προσωρινά overhedge το χαρτοφυλάκιό του χρέους, μετριάζοντας τις επιπτώσεις της αύξησης του κόστους για τόκους.

Το 2024, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσομακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3%. Αυτοί οι παράγοντες αποτελούν καλό οιωνό για την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με το 10ετές spread έναντι των γερμανικών ομολόγων ελαφρώς πάνω από τις 100 μονάδες βάσης. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυνσαν το προφίλ εξόφλησης.

Τα σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα περίπου 34 δισεκατομμυρίων ευρώ (15% του ΑΕΠ ή τρία χρόνια ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών) στα μέσα του 2024 συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά μειώνοντας τον κίνδυνο. Αυτά τα αποθεματικά, σε συνδυασμό με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνουν σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής.

Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς, μακροπρόθεσμα, το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί από χρέος που χρηματοδοτείται από την αγορά, γεγονός που θα εκθέσει την Ελλάδα σε αυξημένη αστάθεια της αγοράς.

Η πολιτική εικόνα

Αν και οι εκλογές στην ΕΕ τον Ιούνιο, οδήγησαν σε πτώση των ποσοστών της ΝΔ, η αντιπολίτευση φαίνεται κατακερματισμένη και αδύναμη. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση αναμένεται να εξαντλήσει την τετραετία.

Η επιτυχής εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος Greece 2.0, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε εξέλιξη, παραμένει βασική προτεραιότητα για την κυβέρνηση.

Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση σχεδιάζει να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες στο σύστημα δικαιοσύνης, τη δημόσια διοίκηση και να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας, κάτι που μαζί με τις βελτιώσεις στην εκπαίδευση θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη.

Η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου του «Πολιτικού Περιβάλλοντος».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v