Τα όσα συμφωνήθηκαν χθες ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία, με τη σύμφωνη γνώμη της Κομισιόν, βγάζουν προσωρινά τη διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου από την «γκρίζα» ζώνη και απομακρύνουν τον κίνδυνο αναστολής της σύμβασης κατασκευής του καλωδίου από τη Nexans.
Τίποτα ωστόσο δεν έχει κλείσει οριστικά, ώστε να μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι παίρνει μπροστά το έργο που μέχρι χθες κινδύνευε με οριστικό ναυάγιο. Η καταρχήν συμφωνία ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη, ναι μεν μεταθέτει μέχρι την Παρασκευή το «τελεσίγραφο» της γαλλικής εταιρείας, ωστόσο προϋποθέτει ότι τα όσα αποφασίστηκαν σε πολιτικό επίπεδο θα γίνουν πράξη μέσα στην εβδομάδα, με δύο αποφάσεις που πρέπει να λάβει η κυπριακή ρυθμιστική αρχή (ΡΑΕΚ).
Η πρώτη, που αναμένεται να ληφθεί αύριο Τετάρτη, αφορά το έσοδο, που επέμενε εδώ και καιρό ο ΑΔΜΗΕ ότι πρέπει να ανακτήσει κατά την κατασκευαστική περίοδο 2025-2030, ώστε το σχέδιο να είναι βιώσιμο, να μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τις τράπεζες και να καταστεί ελκυστικό για να προσελκύσει επενδυτές.
Το έσοδο αυτό θα είναι 25 εκατ. ευρώ τον χρόνο, δηλαδή συνολικά 125 εκατ. ευρώ, και θα ανακτάται μέσω των λογαριασμών των κυπρίων καταναλωτών. Ωστόσο τα ποσά αυτά θα καλύπτει η Λευκωσία μέσω των εισροών από το Ταμείο των ρύπων, δηλαδή τις δημοπρασίες των δικαιωμάτων εκπομπών CO2.
Η τελική επιβάρυνση για τους καταναλωτές θα είναι μηδενική μέχρι την έναρξη εμπορικής λειτουργίας της διασύνδεσης, ικανοποιώντας έτσι την πάγια κυπριακή θέση, που είχε αποτελέσει και ένα από τα βασικά «αγκάθια» στις συζητήσεις με την ελληνική πλευρά. Τυχόν υπόλοιπες δαπάνες του ΑΔΜΗΕ κατά την κατασκευή του project, πέραν των 125 εκατ., θα ανακτηθούν μέσω κεφαλαιοποίησης μετά την έναρξη λειτουργίας της διασύνδεσης, πάντα από τους κύπριους καταναλωτές.
Η δεύτερη απόφαση, που αναμένεται να ληφθεί την Παρασκευή, πάντα από την κυπριακή ρυθμιστική αρχή, αφορά το λεγόμενο «μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου» (WACC), δηλαδή την ελάχιστη απόδοση της επένδυσης, η οποία θα είναι 8,3% για τα πρώτα 17 χρόνια λειτουργίας της διασύνδεσης.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς, με τις δύο αυτές κινήσεις το έργο καθίσταται βιώσιμο. Εκκρεμεί σημειωτέον και μια τρίτη απόφαση που θα πρέπει να λάβει η ελληνική ρυθμιστική αρχή (ΡΑΑΕΥ), αυτή για το WACC στην Ελλάδα, το οποίο θα καθοριστεί στο 9%.
Συγκρατημένη αισιοδοξία
Είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να τακτοποιηθούν τα επίμαχα οικονομικά ζητήματα, να απεμπλακεί το έργο και να αποτραπεί το κακό σενάριο του ναυαγίου. Εκβαση στην οποία συνέβαλαν αφενός οι διεργασίες σε υψηλό πολιτικό επίπεδο με την εμπλοκή και των Βρυξελλών, οι οποίες εντάθηκαν μετά το «τελεσίγραφο» της Nexans, αφετέρου η αποδοχή εκ μέρους της κυπριακής ηγεσίας ότι δίχως τις αποφάσεις αυτές το μεγαλόπνοο και στρατηγικής σημασίας εγχείρημα δεν θα είναι βιώσιμο και ότι η κατάσταση είχε φτάσει σε οριακό σημείο.
Στο ελληνικό επιτελείο επικρατεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία, αφού οι χθεσινές εξελίξεις δεν συνιστούν τίποτα περισσότερο από μια καταρχήν συμφωνία που θα πρέπει να μετουσιωθεί και σε αποφάσεις. Δεν είναι λίγες μέχρι τώρα οι φορές που οι ενδείξεις ήταν θετικές, ωστόσο ακολούθησαν ανατροπές, καθυστερήσεις και νέα αδιέξοδα.
Το γεωπολιτικό
Ο ελέφαντας βέβαια στο δωμάτιο παραμένει. Η ανάληψη του γεωπολιτικού ρίσκου από την κυπριακή πλευρά. Δηλαδή το αίτημα του ΑΔΜΗΕ ότι εφόσον το έργο διακοπεί λόγω σοβαρού κινδύνου για τον οποίο δεν θα ευθύνεται ο ίδιος, εν προκειμένω λόγω εμπλοκής του τουρκικού παράγοντα, να μπορεί να ανακτήσει τις μέχρι τότε δαπάνες.
Καμία πρόοδος δεν έχει γίνει επ’ αυτού. Η Λευκωσία δεν δέχεται το αίτημα να απαλειφθεί ο όρος «ενδέχεται να ανακτήσει» που είχε προβλεφθεί σε προηγούμενη ρυθμιστική απόφαση της ΡΑΕΚ και να καταστήσει, όπως ζητά ο ΑΔΜΗΕ, πιο σαφές και ξεκάθαρο το πλαίσιο, ότι ο φορέας υλοποίησης δεν θα χάσει τα λεφτά του αν π.χ. υπάρξει εμπλοκή της Τουρκίας κατά την πόντιση του καλωδίου σε κάποια θαλάσσια περιοχή. Ακριβώς για να μην μπλοκάρουν πάνω σε αυτό οι διαβουλεύσεις, αμφότερα τα μέρη συμφώνησαν το γεωπολιτικό κεφάλαιο να τεθεί σε συζήτηση σε κάποιο επόμενο στάδιο.
Συμπερασματικά, χθες διεφάνη μια αχτίδα φωτός, ωστόσο ακόμη και αν βγουν μέσα στην εβδομάδα οι δύο αποφάσεις, απλώς θα έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα για να βγει το project από τον τωρινό κύκλο αβεβαιότητας. Η διασύνδεση έχει κάμποσο ακόμη δρόμο μπροστά της, με τον γεωπολιτικό παράγοντα να παραμένει πάντα το πιο βασικό κεφάλαιο. Εξάλλου, εφόσον πάνε όλα καλά και κλείσει το οικονομικό σκέλος, ένα από τα επόμενα βήματα θα είναι οι νέες έρευνες βυθού από το ιταλικό σκάφος Ievoli Relume, ανατολικά της Καρπάθου, που προγραμματίζονται μάλλον για τον Οκτώβριο, μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στον ΟΗΕ, στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Μπλόκο στο σχέδιο διασύνδεσης Τουρκίας με κατεχόμενα
Στα καλά νέα είναι ότι προ ημερών ο ΑΔΜΗΕ σε συνεργασία με τον Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Κύπρου (ΔΣΜΚ) μπλόκαραν το τουρκικό σχέδιο μέσω του ENTSO-E (Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς), που είχε επαναφέρει πρόσφατα η Αγκυρα, όπως είχε γράψει το Euro2day.gr, για διασύνδεση της γείτονος με τα κατεχόμενα.
Σίγουρα το αίτημα δεν ήταν εύκολο να «περάσει», αφού το ψευδοκράτος δεν διαθέτει νομική υπόσταση, ούτε έχει αναγνωριστεί από άλλη χώρα, πέραν της Τουρκίας. Εντούτοις, η Άγκυρα κάνει ό,τι μπορεί για να κρατήσει ζωντανό το σχέδιο, καθώς ενισχύει την προσπάθειά της για δημιουργία τετελεσμένων και «ψηγμάτων» έμμεσης αναγνώρισης της κυβέρνησης στα κατεχόμενα.
Αλλωστε, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί ήταν πάντα -και παραμένουν- της άποψης ότι πρέπει να «βρεθεί μια λύση», ώστε να ενισχυθεί η πρόσδεση της Τουρκίας στην Ευρώπη με κάθε τρόπο. Το 2019 οι πιέσεις που είχαν ασκηθεί ήταν μεγάλες, η Ελλάδα είχε ασκήσει βέτο και οι εξελίξεις είχαν οδηγήσει σε έξωση του τούρκου Διαχειριστή από το καθεστώς παρατηρητή του ENTSO-E.
Σύμφωνα με γνώστες της υπόθεσης, φέτος, έπειτα από σημαντική ελληνική «διπλωματική πίεση», κατέστη δυνατό να δοθεί μια ξεκάθαρη απάντηση, οι διατυπώσεις της οποίας αναδεικνύουν ξανά και το θέμα της μη αναγνώρισης του κατεχόμενου τμήματος ως κράτους. Η ύπαρξη του GSI ήταν το σημαντικότερο όπλο που είχε στα χέρια της η Αθήνα για να πείσει τον οργανισμό να εκδώσει την αρνητική απάντηση.
Στο κακό σενάριο, σε περίπτωση που ο Great Sea Interconnector τελικά δεν προχωρήσει, είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θα επανέλθει με νέο αίτημα. Έχοντας ήδη κάνει το πρώτο βήμα με τη μεταφορά νερού στα κατεχόμενα μέσω υποθαλάσσιου αγωγού, θέλει να συντηρεί το θέμα, επιχειρώντας να το «πακετάρει» σε μια λογική ότι επειδή η συγκεκριμένη διαδρομή έχει μικρότερα βάθη και χαμηλότερα κόστη, μια τυχόν διασύνδεση μαζί τους θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο ώστε να περάσουν και άλλα δίκτυα προς την Ευρώπη μέσω Τουρκίας, κάτι που αποτελεί μύχιο πόθο της.