Εν μέσω μιας πανευρωπαϊκής εκστρατείας κατά του μαζικού τουρισμού λόγω της εκτόξευσης του κόστους ζωής, οι τουρίστες στην Ελλάδα αναδεικνύονται σε σημαντική πηγή εσόδων για συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας. Όπως για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τους προμηθευτές τροφίμων, οι πωλήσεις των οποίων σημειώνουν αξιοσημείωτη άνοδο κυρίως στις τουριστικές περιοχές.
Στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου οι πωλήσεις τροφίμων κατέγραψαν άνοδο 7%. «Η αύξηση αυτή δεν είναι απλώς ένα στατιστικό στοιχείο», σχολιάζει στέλεχος της αγοράς στο Euro2day.gr, «αντανακλά την πραγματικότητα στην αγορά, όπου οι τουρίστες επιλέγουν όλο και περισσότερο all-inclusive ξενοδοχεία και ενοικιάσεις καταλυμάτων τύπου Airbnb, περιορίζοντας τις εξόδους τους σε ταβέρνες και καφέ».
Στα νησιά του Αιγαίου, όπου ο τουρισμός είναι περισσότερο συγκεντρωμένος, οι πωλήσεις έχουν αυξηθεί πάνω από 12%. Ομοίως, στη Βόρεια Ελλάδα -σ.σ. στην περιοχή είναι έντονη η παρουσία της Lidl-, που προσελκύει τουρίστες κυρίως από τα βόρεια σύνορα της χώρας, οι πωλήσεις έχουν αυξηθεί 9%, αναφέρουν άλλες πηγές της αγοράς οι οποίες σημειώνουν ότι η ανάπτυξη αυτή δεν είναι πληθωριστική, αλλά προέρχεται από την άνοδο της κατανάλωσης.
Η αυξημένη τουριστική κίνηση δεν έχει οδηγήσει μόνο σε αύξηση των εσόδων των σούπερ μάρκετ. Εχει ωθήσει τις μεγάλες αλυσίδες σε περαιτέρω επενδύσεις στις τουριστικές περιοχές. Ο Σκλαβενίτης, για παράδειγμα, άνοιξε πριν από λίγες εβδομάδες το 6ο κατάστημα του στη Ρόδο, ενώ η ΑΒ Βασιλόπουλος εγκαινίασε καταστήματα στην Κρήτη και την Πάρο.
Η Lidl, έχει θέσει ως στόχο την επέκτασή της στα νησιά, ο Μασούτης συνεχίζει την επέκτασή του στην Κέρκυρα, το Αιγαίο και το Ιόνιο, ενώ άλλες αλυσίδες, όπως η ΜΕΤΡΟ, η ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός, το ΜΑΡΚΕΤ ΙΝ, το Bazaar και η Retail & More, δίνουν επίσης έμφαση στις περιοχές με έντονη τουριστική κίνηση.
Αυτή η επενδυτική στρατηγική δεν είναι τυχαία. Τα στοιχεία της Circana δείχνουν ότι το μερίδιο των πωλήσεων της Αττικής, στο σύνολο των εσόδων των σούπερ μάρκετ, μπορεί να παραμένει το υψηλότερο, αλλά μειώνεται μήνα με τον μήνα. Το πρώτο εξάμηνο του 2024 υποχώρησε στις 47,4 ποσοστιαίες μονάδες, από 47,7 π.μ. το αντίστοιχο διάστημα του 2023, παρά την αύξηση κατά 1,8% της αξίας των πωλήσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana (σ.σ. δεν καταγράφονται οι πωλήσεις σε Ιόνιο και Αιγαίο, εξαιρουμένης της Κρήτης), η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση των πωλήσεων το πρώτο εξάμηνο καταγράφηκε σε Βόρειο Ελλάδα, Πελοπόννησο και Κρήτη. Στη Βόρειο Ελλάδα οι πωλήσεις αυξήθηκαν 5,1% στις 12 ποσοστιαίες μονάδες (πέρυσι ήταν 11,8 π.μ.), η Κρήτη εμφάνισε ανάπτυξη 5,6% και 7,5 π.μ. (από 7,3 π.μ.) και η Πελοπόννησος, ανάπτυξη 3,9% και 8,6 π.μ. (το 2023 ήταν 8,5 π.μ.).
Ωστόσο, παρά τη φαινομενική ευημερία που απολαμβάνουν οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ, οι προμηθευτές τροφίμων, τα ξενοδοχεία και τα καταλύματα τύπου Airbnb, το αυξανόμενο κόστος ζωής, όχι μόνο στις τουριστικές περιοχές, αναγκάζει πολλούς Έλληνες όχι μόνο να περιορίσουν τις διακοπές ή να τις ακυρώσουν εντελώς, αλλά να αλλάξουν και την καταναλωτική τους συμπεριφορά.
Επτά στους 10 Έλληνες (ποσοστό 71%) δηλώνει πως έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.α., το 55% (έναντι 54% το 2023) έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου, το 49% έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο, ίδιο ποσοστό έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του και αντίστοιχο ποσοστό έχει αναβάλλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεων του.
Σε ό,τι αφορά τον λογαριασμό από τη μετατόπιση των τουριστών στα σούπερ μάρκετ, θα φανεί στο τέλος του έτους, όπως και πόσα θα έχει αφήσει εν τέλει στο ταμείο η «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Πέρυσι η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη (ΜΚΔ) μειώθηκε 2,3% στα 605,8 ευρώ. Τάση που συνεχίζεται και τη φετινή χρονιά.
Στο πεντάμηνο Ιανουαρίου - Μαΐου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν 16,2% φτάνοντας τα 3,8 δισ. ευρώ, λόγω αύξησης κατά 20,6% της τουριστικής κίνησης, η μέση δαπάνη μειώθηκε περαιτέρω κατά 3,6%.