Πραγματική αύξηση στις συντάξεις τους αναμένεται να δουν περίπου 400.000 δικαιούχοι, καθώς η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι «κανένας συνταξιούχος που δικαιούται αύξηση στη σύνταξή του δεν θα αδικηθεί το 2025, λόγω της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων».
Η δέσμευση αφορά αυτούς στους οποίους επιβάλλεται η Εισφορά Αλληλεγγύης (ΕΑΣ) καθώς έχουν μηνιαίες αποδοχές άνω των 1.400 ευρώ για κύρια σύνταξη και άνω των 300 ευρώ για επικουρική.
Στο υπουργείο Εργασίας γνωρίζουν πως η εισφορά από 3% έως 14% σε ποσά συντάξεων από 1.400 και 300 ευρώ σε κύριες και επικουρικές αντίστοιχα, από το πρώτο ευρώ και όχι με κλιμάκωση αντίστοιχη αυτής που ισχύει στην γενική φορολογία, είναι ένα «κακοσχεδιασμένο» μέτρο και ήδη, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχουν επεξεργαστεί σενάρια αλλαγής της κλίμακας βάσει της οποίας εφαρμόζεται το μέτρο.
Η δικαιότερη κατανομή της Εισφοράς δεν σημαίνει βέβαια αυτόματα και μείωσή της, σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα για το σύνολο τω δικαιούχων.
Τα σενάρια που υπάρχουν στο τραπέζι και για τα οποία έχει ήδη ενημερωθεί η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως είναι πολλά και διαφορετικά. Υπάρχει όμως ξεκάθαρη άποψη, για το ότι από την 1η Ιανουαρίου 2025, με την αύξηση των συντάξεων, δεν θα επαναληφθούν φαινόμενα που παρατηρήθηκαν τις δύο προηγούμενες χρονιές (κατά τις οποίες «ξεπάγωσαν» οι συντάξεις), με συνταξιούχους που ενώ δεν είχαν προσωπική διαφορά έλαβαν τελικά, μετά και την αύξηση, μικρότερη σύνταξη, λόγω της ΕΑΣ.
Αναλυτικά, για δύο συνεχόμενα χρόνια, οι αυξήσεις στις συντάξεις ροκανίζεται λόγω της ΕΑΣ με τις μεγαλύτερες αδικίες να αφορούν κυρίως τους συνταξιούχους που λαμβάνουν συντάξεις πέριξ των 1.400 και 1.700 ευρώ.
Για παράδειγμα, νέος συνταξιούχος με σύνταξη 1.395 ευρώ δεν είχε κράτηση ΕΑΣ έως το 2023, γιατί ήταν κάτω από τα 1.400 ευρώ. Με την αύξηση κατά 3% που έλαβε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, η σύνταξη Ιανουαρίου ανήλθε σε 1.436,85 ευρώ. Σε αυτό το ποσό επιβλήθηκε η κράτηση της ΕΑΣ ύψους 3% που αντιστοιχεί στην πρώτη κλίμακα. Έτσι, κι ενώ η ονομαστική αύξηση ανήλθε σε 41,85 ευρώ, λόγω της ΕΑΣ η σύνταξή του περιορίστηκε στα 1.400 ευρώ, με όφελος μόλις 5 ευρώ.
Συνταξιούχος που μέχρι το 2023 λάμβανε σύνταξη 1.695 ευρώ μεικτά και κατέβαλλε ΕΑΣ της τάξης του 3%, είχε κράτηση 50,85 ευρώ με τη σύνταξή του να περιορίζεται στα 1.644,15 ευρώ τον μήνα. Με την αύξηση κατά 3% για το 2024 (στα μεικτά) η σύνταξη ανέβηκε στα 1.745,85 ευρώ, ήτοι αύξηση της τάξης των 100 ευρώ. Όμως, αυτόματα, η κράτηση της ΕΑΣ από 3% έγινε 6%, καθώς ο συνταξιούχος ανέβηκε στη δεύτερη κλίμακα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μηδενίζεται η αύξηση, αλλά και να μειώνεται το αρχικό ποσό της σύνταξης, καθώς στο χέρι έλαβε 1.641,09 ευρώ.
Αυτό δεν θα ξανασυμβεί, δήλωσε κατηγορηματικά ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ, παραδεχόμενος παράλληλα, πως πρόκειται για ένα κακοσχεδιασμένο μέτρο.
Για τον λόγο αυτό, εξετάζεται παράλληλα, χωρίς όμως να έχει ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση, και η δικαιότερη κατανομή της ΕΑΣ σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις. Εφόσον κάτι τέτοιο οριστικοποιηθεί, εντός του Φθινοπώρου, αναμένεται νομοθετική παρέμβαση η οποία εμμέσως θα οδηγήσει σε αύξηση των συντάξεων – ανάλογα το ποιο σενάριο θα επικρατήσει – από λίγα ευρώ έως και πάνω από 50 ευρώ το μήνα.
Άλλωστε, οι όποιες αλλαγές ισχύσουν, θα συνδυαστούν με την τρίτη κατά σειρά αύξηση των συντάξεων που σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα στοιχεία, δεν πρόκειται να ξεπεράσει το 2,5%.
Αναλυτικά, τα επικρατέστερα σενάρια που υπάρχουν, είναι:
- «Πάγωμα» της ΕΑΣ, στην περίπτωση που ο συνταξιούχος βλέπει μείωση αντί για αύξηση στην σύνταξή του. Πρόκειται για το σενάρια με το μικρότερο κόστος για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
- Μεγαλύτερη μείωση της ΕΑΣ στις επικουρικές και μικρότερη στις κύριες συντάξεις.
- Καθολική κατάργηση της ΕΑΣ στις επικουρικές.
- Δικαιότερη κλίμακα, αντίστοιχη με αυτήν που ισχύσει στην φορολογία, ώστε η κράτηση να είναι αναλογικότερη και όχι οριζόντια, σε όλη τη σύνταξη.
Να σημειωθεί ότι, σε μηνιαία βάση τα έσοδα από τις κρατήσεις ΕΑΣ ανέρχονται σε περίπου 40 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 30 εκατ. προέρχονται από την εισφορά στις κύριες συντάξεις και τα υπόλοιπα από κρατήσεις στις επικουρικές.