Σε περίπου μισό ΑΕΠ εκτιμώνται οι ενεργειακές επενδύσεις στην Ελλάδα την επόμενη εξαετία, με τη μερίδα του λέοντος να αφορά αυτές που ενισχύουν τη λεγόμενη «ζήτηση» για ηλεκτρική ενέργεια, δηλαδή αντικατάσταση παλαιού οικιακού εξοπλισμού, αναβαθμίσεις κατοικιών και ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Euro2day.gr, το τελικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα, που αναμένεται να βγει σε διαβούλευση την επόμενη εβδομάδα, μιλά για σύνολο επενδύσεων 94 δισ. ευρώ για την περίοδο 2025-2030. Εξ αυτών, τα 65 δισ. αφορούν δαπάνες που ενισχύουν τη ζήτηση για ηλεκτρισμό και τα 29 δισ. ευρώ τις επενδύσεις στην παραγωγή (ΑΠΕ, νέες μονάδες φυσικού αερίου, κ.λπ.).
Αν και τα νούμερα του επικαιροποιημένου ΕΣΕΚ δεν είναι καθόλου μικρά και αναλογούν σε περίπου 15 δισ. ευρώ το χρόνο, προκύπτει σαφέστατη μείωση από τα 200 δισ. ευρώ που προέβλεπε το draft το οποίο είχαμε στείλει τον περασμένο Οκτώβριο στις Βρυξέλλες, καθώς έχει πέσει μεγάλο «μαχαίρι», στις δαπάνες για ηλεκτροκίνηση, κτίρια, νέες ακριβές τεχνολογίες, όπως το υδρογόνο κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, οι φιλόδοξοι στόχοι παραμένουν. Το δείχνει, για παράδειγμα, ο πήχης για την ενεργειακή αναβάθμιση που μπαίνει στις 409.000 κατοικίες (68.000 το χρόνο), κάτι που μένει να φανεί πόσο εφικτό είναι όταν τα κόστη στην οικοδομή έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και απαιτούνται όλο και πιο γενναία κίνητρα στα νέα «Εξοικονομώ».
Στο νέο πρόγραμμα που θα βγει το Σεπτέμβριο, όπως είπε προ ημερών ο αρμόδιος υπουργός Θ. Σκυλακάκης, δεν θα υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια, θα επιδοτούνται περισσότερο κατοικίες σε περιοχές με μεγαλύτερη ανάγκη για θέρμανση, ενώ προβλέπεται μοριοδότηση για νοικοκυριά με μέλη ΑΜΕΑ, και πολύτεκνες οικογένειες.
Αύξηση 40% στις μπαταρίες
Στο κύριο κεφάλαιο του κειμένου για το ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας την επόμενη 6ετία, κυρίαρχο φυσικά ρόλο κατέχουν οι ΑΠΕ, η διαφορά ωστόσο με τα σενάρια που κυκλοφορούσαν κατά καιρούς, είναι ότι αυξάνεται σχεδόν 40% ο στόχος για τις μπαταρίες, προκειμένου να στηριχθεί η αθρόα διείσδυση των ΑΠΕ.
Στο κείμενο γίνεται λόγος για εκτιμώμενες επενδύσεις σε μπαταρίες ισχύος 4,32 GW έναντι του αρχικού αριθμού (3,1 GW) και για 1,74 GW στην αντλησιοταμίευση. Συγκεντρώνεται δηλαδή μια δύναμη πυρός 6,07 GW στην αποθήκευση, ως ο μόνος τρόπος για να στηριχθεί η αθρόα διείσδυση των ΑΠΕ, μαζί φυσικά με τις αναπόφευκτες περικοπές πράσινης ενέργειας και τη προσπάθεια μετατόπισης μέρους της ζήτησης από τα βράδια στα μεσημέρια. Δύο πολιτικές παρεμβάσεις του ΥΠΕΝ, που αμφότερες αναμένεται να ανακοινωθούν μέσα στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, φέρνοντας νέα δεδομένα στο χώρο.
Το ενεργειακό μείγμα του 2030
Στο σενάριο στο οποίο όλα αυτά τα έργα αποθήκευσης υλοποιηθούν, δημιουργείται μια ισχύς ικανή, να στηρίξει την τεράστια διείσδυση των ΑΠΕ, αλλά και να περιορίσει τα προβλήματα ευστάθειας σε ένα σύστημα όλο και πιο πολύ στοχαστικό, με μόνιμο από εδώ και πέρα πράσινο πλεόνασμα.
Ακτινογραφώντας σε αδρές γραμμές το ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας το 2030, σύμφωνα πάντα με το νέο ΕΣΕΚ, αυτό θα αντιστοιχεί σε μια συνολική εγκατεστημένη ισχύ 36,49 GW (από 22,6 GW το 2022), η οποία θα απαρτίζεται από:
- 10,8 GW αιολικών πάρκων (8,9 GW χερσαία και 1,9 GW GW θαλάσσια)
- 13,5 GW φωτοβολταικών
- 3,4 GW μεγάλων υδρολεκτρικών και 0,33 GW μικρών
- 0 GW λιγνιτικών μονάδων,
- 0,19 GW πετρελαικών μονάδων
- 0,08 GW βιομάζα
- 7,88 GW μονάδων φυσικού αερίου
Συνολικά δηλαδή, θα έχουμε μια κατά 61% μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύ μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα έναντι του 2002, καθώς θα έχουν σβήσει όλα τα λιγνιτικά και θα έχουν συνδεθεί στο δίκτυο πολλές χιλιάδες νέα έργα ΑΠΕ.
Στο ερώτημα πόση ενέργεια θα παράγουμε ως χώρα το 2030, η απάντηση είναι 59,3 TWh (ή 61,1 TWh μαζί με τις εκτιμώμενες εισαγωγές), δηλαδή 14% περισσότερη από το 2022. Και στο ερώτημα αν όλη αυτή η παραγωγή, κατά κύριο λόγο «πράσινη», θα συμβαδίζει με τις ανάγκες μας, τα νούμερα δείχνουν ότι η καθαρή κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, υπολογίζεται σε 56,2 TWh (2030) έναντι 51,7 (2022), δηλαδή αυξημένη κατά 9%.
Η θέση του φυσικού αερίου
Ξεχωριστή σημασία έχει η αναφορά του νέου ΕΣΕΚ για το φυσικό αέριο, ως προς το ρόλο του στη νέα εποχή, τόσο για την εξασφάλιση ευστάθειας σε ένα σύστημα στοχαστικό, αφού θα κυριαρχείται από ΑΠΕ, όσο και για την ασφαλή τροφοδοσία της χώρας σε ακραίες συνθήκες. Καταρχήν το κείμενο επισημαίνει ότι για σκοπούς ασφάλειας τροφοδοσίας, θα εξεταστεί η αναγκαιότητα ύπαρξης επιπλέον μονάδων.
Κάνει δε αναφορά στην ανάγκη, ειδικά κατά τη περίοδο 2030 -2040, όταν οι ΑΠΕ θα αρχίσουν να πλησιάζουν ποσοστά 70%-75% στην ηλεκτροπαραγωγή, να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός αποζημίωσης των μονάδων φυσικού αερίου, ένα είδος capacity mechanism, όπως αυτά άλλων χωρών. Και αυτό, καθώς όσο αυξάνονται οι επενδύσεις σε μπαταρίες που θα συμβάλουν στην ευστάθεια του συστήματος, τόσο θα μειώνονται και οι ώρες λειτουργίας των μονάδων φυσικού αερίου, άρα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος ώστε αυτές να είναι βιώσιμες και να διασφαλιστεί η ύπαρξή τους.
Ηλεκτροκίνηση, υδρογόνο
Στην ηλεκτροκίνηση, το βάρος μέχρι το 2030 πέφτει στην ανάπτυξη σημείων φόρτισης και όχι στην αύξηση του στόλου των ηλεκτρικών οχημάτων, η οποία παραπέμπεται για την επομένη δεκαετία, όταν και αναμένεται να έχουν πέσει κι άλλο τα κόστη των μπαταριών, ενώ χαμηλώνουν οι προσδοκίες και σε άλλες ακριβές ή ανώριμες τεχνολογίες.
Στο πράσινο υδρογόνο, προβλέπεται μέχρι το 2030 μόλις 1 TWh, στο βιομεθάνιο 2,1 TWh και από προηγμένα βιοκαύσιμα 1,9 TWh. Στο υδρογόνο πιο συγκεκριμένα, για το οποίο έχει γίνει πολύ κουβέντα και υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα, το ΕΣΕΚ παραπέμπει την ανάπτυξη του για την επόμενη δεκαετία 2030-2040, προβλέποντας ότι η έγχυση των πρώτων ποσοτήτων στα δίκτυα θα γίνει από το 2035 και μετά.
Η μαζική του διείσδυσή στις μεταφορές και τη βιομηχανία τοποθετείται από το 2040 και μετά, όταν και αναμένεται να ξεκινήσει η ταχεία ανάπτυξης στην παραγωγή του διεθνώς.
Συνολικά, ο μεγάλος εξηλεκτρισμός στην κατανάλωση ενέργειας, στο κτιριακό τομέα και τις μεταφορές, χερσαίες και μη, παραπέμπεται για την επόμενη δεκαετία, 2030 - 2040, όταν θα έχουν πέσει τα κόστη σε πλειάδα τεχνολογιών, επιλογή - μονόδρομος για να μην εκτοξευτούν περαιτέρω οι δαπάνες για νοικοκυριά και προϋπολογισμό από νέα επιδοτούμενα προγράμματα και πολυδάπανα σχήματα στήριξης.