Ρεύμα: Οι αδικίες των νέων μέτρων που επέβαλε η κυβέρνηση

Οι έκτακτες καταστάσεις δημιουργούν και αδικίες, παραδέχονται κυβερνητικές πηγές. Τα μπλε τιμολόγια, οι εξαιρέσεις από το έκτακτο τέλος και οι αναντιστοιχίες στις επιβαρύνσεις μεταξύ ομίλων.

Ρεύμα: Οι αδικίες των νέων μέτρων που επέβαλε η κυβέρνηση

Οι έκτακτες καταστάσεις μερικές φορές δημιουργούν και αδικίες, όπως παραδέχονται και κυβερνητικές πηγές, σχολιάζοντας την κριτική που ασκείται για τα νέα μέτρα στο ρεύμα.

Σύμφωνα με τις ίδιες πήγες, τα μέτρα για το τέλος στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο και την επιδότηση στους λογαριασμούς Αυγούστου ενέχουν και στοιχεία αδικίας σε τρεις τομείς, που υπό τις παρούσες συνθήκες κρίσης, λένε, πολύ δύσκολα μπορούσαν να αποφευχθούν.

Ένας είναι ότι τα νέα μπλε σταθερά τιμολόγια τα οποία θα κυκλοφορήσουν προσεχώς στην αγορά, ακριβώς επειδή θα είναι ακριβότερα από τα αντίστοιχα σημερινά προϊόντα, αλλά χωρίς επιδότηση, χάνουν μέρος της ελκυστικότητας που είχαν σε σχέση με τα κίτρινα και πράσινα κυμαινόμενα, τα οποία επιδοτούνται. Πικρό... χάπι για όσους περίμεναν να κερδίσουν καθαρά από το μπλε τιμολόγιο, στην άνοδο των τιμών, έχοντας πληρώσει ακριβότερα για να το αποκτήσουν.

Ο δεύτερος αφορά την εξαίρεση των άλλων τεχνολογιών, όπως τα υδροηλεκτρικά, από την επιβολή του έκτακτου τέλους, και ο τρίτος την αναντιστοιχία όσον αφορά το μικρότερο μερίδιο παραγωγής της ΔEΗ σε σχέση με εκείνο που έχει στην κατανάλωση, που σημαίνει ότι μέρος της επιδότησης των πελατών της θα προέλθει και από τη φορολόγηση των άλλων.

Εδώ βέβαια να σημειωθεί ότι η ΔEΗ ακολουθεί σταθερά μια πολιτική απορρόφησης πολύ μεγάλου μέρους του κόστους και ειδικά από τότε που ξεκίνησε η άνοδος των τιμών, μια στρατηγική συγκράτησης των αυξήσεων στο ρεύμα, έχοντας κάνει το τελευταίο δίμηνο μακράν τις μεγαλύτερες εκπτώσεις στην αγορά. Τον μεν Ιούνιο με ποσοστό 38%, τον δε Ιούλιο με 31%.

Το σκεπτικό των μέτρων

Στην ουσία, η κυβέρνηση αυτό που προσπαθεί να κάνει με την επιβολή του έκτακτου τέλους στις μονάδες ηλεκτρισμού με καύσιμο μόνο το φυσικό αέριο είναι να μη δημιουργήσει έναν ομοιόμορφο παράγοντα κόστους σε όλη την αγορά, παρά μόνο σε τμήμα της. Επιβάλλει τέλος μόνο στο εισαγόμενο καύσιμο, ελπίζοντας ότι η φορολόγηση δεν θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη και παρατεταμένη αύξηση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά (DAM), η οποία αντί να περιοριστεί τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, μήνα ισχύος των επιδοτήσεων, θα είχε τον κίνδυνο να συντηρηθεί και τους επόμενους  μήνες σε μια διαδικασία απορρόφησης της πρόσθετης επιβάρυνσης από το τέλος.

Το κυβερνητικό σκεπτικό της επιβολής φόρου μόνο στο φυσικό αέριο στηρίζεται στη λογική ότι η επιβάρυνση θα μετακυλιστεί στην αγορά χονδρικής μόνο από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο καύσιμο και όχι και από τις υπόλοιπες, δηλαδή τα υδροηλεκτρικά και τις λιγνιτικές της ΔEΗ, που αμφότερες, λόγω ζήτησης, έχουν αρχίσει να μπαίνουν στο σύστημα, με την ελπίδα ότι το συνολικό κόστος θα συγκρατηθεί.

Δηλαδή, οι λιγνιτικές μονάδες (10,6% συμμετοχή σήμερα στο μείγμα) και τα υδροηλεκτρικά (4,9%) θα συνεχίσουν να «μπιντάρουν» στις τιμές που «μπιντάρουν» και τώρα. Διαφορετικά, αν το έκτακτο τέλος επιβάρυνε το ίδιο όλες τις τεχνολογίες, όπως υποστηρίζουν πάντα οι ίδιες πηγές, δεν θα υπήρχε κάποιος μηχανισμός συγκράτησης της αγοράς σε περιβάλλον ανατιμήσεων τάσεων διεθνώς.

Σε μια τέτοια περίπτωση, ναι μεν η κυβέρνηση θα εισέπραττε περισσότερα έσοδα από το έκτακτο τέλος στο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου και θα μπορούσε να επιδοτήσει με περισσότερα χρήματα τα πολύ ακριβότερα τιμολόγια, αλλά στην ουσία θα είχε πετύχει μια τρύπα στο νερό.

Η οριζόντια επιβολή του φόρου θα εκτίνασσε το επόμενο διάστημα και κυρίως τον Αύγουστο την αγορά χονδρικής στα ύψη, κατ’ επέκταση και τα τιμολόγια του Σεπτεμβρίου, αφού δεν θα υπήρχε κανένας τρόπος συγκράτησης της χονδρικής, και το πρόβλημα αντί να περιοριστεί τον Αύγουστο, καλώς εχόντων των πραγμάτων με βάση και τις εξελίξεις στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, μπορεί να παρατεινόταν και το φθινόπωρο, δημιουργώντας ένα μόνιμο ανατιμητικό σπιράλ. Αρκεί να σκεφτεί κάνεις ότι η μέση τιμή χονδρικής για τον Ιούλιο μέχρι σήμερα, χωρίς να έχει επιβληθεί το τέλος, κινείται στα 138,69 ευρώ/MWh, έναντι 98,9 ευρώ της μέσης τιμής για τον Ιούνιο, δηλαδή είναι 40% υψηλότερη.

Τα υδροηλεκτρικά

Σημειωτέον ότι τα υδροηλεκτρικά έχουν και μια αμυντική λειτουργία σε συνθήκες ακραίων προσφορών. Αν και σε περιόδους λειψυδρίας όπως φέτος, είναι πολύτιμα και γι’ αυτό μπαίνουν επιλεκτικά στο σύστημα, όποτε και όταν αυτό συμβαίνει, όπως τις τελευταίες μέρες, μπορούν με κατά τι χαμηλότερες προσφορές, να συγκρατήσουν μια περαιτέρω άνοδο στα μπινταρίσματα.

Είναι σε θέση δηλαδή να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο σε μια περίοδο όπου είναι τέτοια η «δίψα» για ενέργεια από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και τόσο ισχυρό το ενδιαφέρον από traders, αναφέρουν πηγές από την αγορά, ώστε τα βράδια εκκαθαρίζονται ακόμη και προσφορές σε εξαιρετικά υψηλές τιμές, που υπό «κανονικές συνθήκες» δεν θα εκκαθαρίζονταν λόγω έλλειψης αγοραστών.

Ασφαλώς και το σωστό θα ήταν σε μια αγορά που λειτουργεί εύρυθμα, το έκτακτο τέλος να επιβληθεί σε όλες τις τεχνολογίες και να επιβαρυνθούν όλοι το ίδιο, όπως παραδέχονται εμμέσως πλην σαφώς αρμόδιες πηγές, επαναλαμβάνοντας ότι πρόκειται για μια έκτακτη κατάσταση και ότι σε αυτές τις έκτακτες καταστάσεις ο βασικός γνώμονας είναι η προσπάθεια συγκράτησης των τιμών.

Το τέλος στο αέριο

Στην ευρύτερη συζήτηση υπεισέρχεται και ένα θέμα που θίγουν τις τελευταίες ημέρες στελέχη καθετοποιημένων ομίλων, ότι η ΔEΗ έχει μικρότερο μερίδιο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (ειδικά στον τομέα του φυσικού αερίου), σε σχέση με εκείνο που έχει στην κατανάλωση. Σύμφωνα με την κριτική αυτή, μέρος της επιδότησης των πελατών της επιχείρησης θα προέλθει από τη φορολόγηση των ανταγωνιστών της, των οποίων οι μονάδες δουλεύουν αποκλειστικά με φυσικό αέριο, άρα θα τους επιμεριστεί μεγαλύτερο μέρος του συνολικού ποσού του έκτακτου τέλους.

Σχολιάζοντας πάντως τα όσα λέγονται για την επιλογή να φορολογηθεί μόνο το εισαγόμενο καύσιμο, κυβερνητικές πήγες, απαντούν ότι τα μεν νερά είναι ελάχιστα, λόγω της λειψυδρίας, συνεπώς για αυτό βγήκαν από τη συζήτηση περί επιβολής έκτακτου φόρου, ενώ στους λιγνίτες είναι τόσο μεγάλο το κόστος λειτουργίας τους, ώστε χρησιμοποιούνται ελάχιστα στην αγορά, άρα δεν «γεννούν» υπερκέρδη. Οσο για τις ΑΠΕ, έχουν ήδη ενσωματωμένο ένα μηχανισμό επιστροφής υπερεσόδων. Τα πιο πρόσφατα έργα δουλεύουν με feed in premium, δηλαδή πάνω από την ταρίφα τους (που κινείται μεταξύ 70-100 ευρώ), επιστρέφουν τη διαφορά στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ, γνωστό ως ΕΛΑΠΕ. Εχουν δηλαδή το δικό τους ενσωματωμένο σύστημα καταβολής των υπερκερδών σε ένα ειδικό ταμείο.

Τα μπλε τιμολόγια

Σε επίπεδο καταναλωτών, ενώ οι έχοντες πράσινα και κίτρινα θα ευνοηθούν, καθώς τα τιμολόγιά τους θα επιδοτηθούν για τον Αύγουστο, ένα ερώτημα είναι τι θα συμβεί με την αυξανόμενη στροφή καταναλωτών το τελευταίο διάστημα στα μπλε σταθερά. Οι έχοντες κλειδώσει μπλε σταθερά, ειδικά 6μηνης και 8μηνης διάρκειας, προφανώς και δεν επηρεάζονται από τα μέτρα, αφού έχουν εξασφαλίσει τιμές 9,5-9,9 λεπτά η κιλοβατώρα, από τις πιο ελκυστικές αυτή τη στιγμή στην αγορά. Για παράδειγμα, μια μέση μηνιαία κατανάλωση 300 κιλοβατωρών, με μέση χρέωση 9,3 σεντς/KWh και πάγιο 9,8 ευρώ, πληρώνει σήμερα 38 ευρώ. Το ίδιο προφίλ καταναλωτή με πράσινο τιμολόγιο πληρώνει για τον Ιούλιο κοντά στα 50 ευρώ.

Τα νέα μπλε τιμολόγια ωστόσο, που πρόκειται να κυκλοφορήσουν από τον Αύγουστο και μετά στην αγορά, ακριβώς λόγω των υψηλότερων τιμών στα προθεσμιακά προϊόντα, θα βγουν κοντά στα 14-15 λεπτά η κιλοβατώρα. Σε αυτά όμως τα επίπεδα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν και τα επίπεδα των πράσινων και κίτρινων, μετά την επιδότηση του Αυγούστου. Στα μπλε δηλαδή προϊόντα, που ούτως ή άλλως θα ακρίβαιναν, τώρα, μετά την επιδότηση στα κυμαινόμενα, η τιμή τους γίνεται λιγότερο ελκυστική, γεγονός που οι πάροχοι συνυπολογίζουν στις ασκήσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει να κάνουν μετά και τις ανακοινώσεις Σκυλακάκη.

Ερωτηθείς χθες ο υπουργός γιατί η κυβέρνηση δεν επιδοτεί και τα σταθερά τιμολόγια, επικαλέστηκε τα τεράστια κόστη που θα σήμαινε κάτι τέτοιο. Τα σταθερά τιμολόγια, όπως είπε, έχουν ένα ασφάλιστρο κινδύνου, της τάξης του 10-15%, ανάλογα με το πώς κινείται η αγορά.

«Αν κάναμε μια γενική εφαρμογή του μέτρου της επιδότησης, αυτό θα σήμαινε ότι η συνολική δαπάνη για ενέργεια που κινείται στα 8 δισ. ευρώ, θα κόστιζε 10-15% ακριβότερα, άρα θα είχαμε ένα επιπλέον κόστος, της τάξης του 1 δισ. ευρώ, κάτι που ισοδυναμεί με το 1/3 του ΕΝΦΙΑ. Επειτα, αν επιδοτούσαμε και τα σταθερά, χωρίς να παρεμβαίνουμε σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις όπως οι σημερινές, θα τις ενθαρρύναμε, ακριβώς επειδή το ασφάλιστρο κινδύνου θα ανέβαινε», ανέφερε χαρακτηριστικά.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v