Ένα νέο αλαλούμ, πολύ πιο σοβαρό από εκείνο με τις επιδοτήσεις στο ρεύμα, αφού αφορά την ανάκτηση από χιλιάδες επιχειρήσεις, ποσού 130 εκατ. ευρώ, που είχαν λάβει στο παρελθόν ως «μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ», χωρίς να τα δικαιούνται, καλείται να διαχειριστεί τώρα η κυβέρνηση.
Τα χρήματα αφορούν τα έτη 2019-2020, για τα οποία η εκκαθάριση ολοκληρώθηκε μόλις στα μέσα Ιουνίου, δηλαδή με καθυστέρηση πολλών ετών, καθώς ακριβώς για να μη βρεθεί η κυβέρνηση στη δυσάρεστη θέση να ζητήσει αναδρομικά την επιστροφή χιλιάδων ευρώ, το πρόβλημα είχε μπει κάτω από το χαλί. Σερνόταν με τη λήψη πρόχειρων αποφάσεων, που ουδέποτε το έλυσαν, ακριβώς για να αποφευχθεί το πολιτικό κόστος.
Αυτοί που θα κληθούν να επιστρέψουν τα 130 εκατ. ευρώ είναι επιχειρήσεις κυρίως του πρωτογενούς τομέα, όπως ιχθυοκαλλιέργειες, εταιρείες συντήρησης τροφίμων, βιομηχανίες γάλακτος και αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι οποίες αποδεικνύεται τώρα ότι κακώς πλήρωναν μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ. Δεν ήταν επιλέξιμες και δεν δικαιούνταν την έκπτωση, με βάση την κοινοτική απόφαση του 2019, η οποία άλλαξε τα κριτήρια για το νέο σχήμα μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ, χωρίς όμως να εφαρμοστεί σωστά από την τότε ηγεσία του ΥΠΕΝ (Κ. Σκρέκας). Έτσι συνέχισαν να πληρώνουν μειωμένη χρέωση, χωρίς προφανώς να γνωρίζουν ότι αυτό καταστρατηγεί κοινοτικές αποφάσεις.
Τώρα, έρχεται η ώρα του λογαριασμού και οι επιχειρηματίες αυτοί θα κληθούν να επιστρέψουν πίσω ποσά, διόλου ευκαταφρόνητα. Εκτιμάται ότι υπάρχουν κάποιοι που θα πρέπει να καταβάλουν χρήματα της τάξης των 80.000 ευρώ, ενώ άλλοι πρέπει να επιστρέψουν ακόμη και 300.000 ευρώ.
Σε πρόσφατη σύσκεψη στο ΥΠΕΝ με τους προμηθευτές, που καλούνται να παίξουν ξανά τον γνωστό ρόλο του εισπράκτορα, συζητήθηκε ένα σχέδιο εφαρμογής της ανάκτησης των ποσών, πώς ακριβώς θα γίνει, τι θα συμβεί με τις όποιες επισφάλειες προκύψουν, ώστε να μην επιβαρυνθούν οι πάροχοι, κ.ο.κ.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη εκκρεμεί η αναδρομική εκκαθάριση για τα έτη 2021, 2022 και 2023. Οταν και όποτε ολοκληρωθεί η διαδικασία, ο λογαριασμός θα μεγαλώσει πολύ περισσότερο. Εκτιμάται ότι μόνο για τη διετία 2021-2022, υπολογίζεται πως συνολικά θα πρέπει να ανακτηθούν επιπλέον 130-160 εκατομμύρια ευρώ.
Στο δια ταύτα της διαδικασίας, κάθε πάροχος έχει παραλάβει από τον Διαχειριστή του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΔΑΠΕΕΠ), στον οποίο εισρέουν τα έσοδα από το ΕΤΜΕΑΡ, τα σχετικά ενημερωτικά όπου αναγράφονται ποιοι πελάτες του οφείλουν να επιστρέψουν χρήματα και πόσα είναι αυτά.
Το θέμα ωστόσο είναι ότι ακόμη και αν οι προμηθευτές αποστείλουν τα επιπλέον ποσά μέσω των λογαριασμών προς τις επιχειρήσεις, αυτά για να ανακτηθούν, θα πρέπει και να… εξοφληθούν. Κάτι καθόλου βέβαιο, καθώς μιλάμε για ποσά πολλών χιλιάδων ή και δεκάδων χιλιάδων ευρώ.
Δικαιούχοι μόνο… επιλέξιμες βιομηχανίες
Και κάπου εδώ εμπλέκεται στην υπόθεση η ΕΒΙΚΕΝ, που εκπροσωπεί τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Σε επιστολή που απέστειλε τη Παρασκευή 12 Ιουλίου στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρο Σκυλακάκη και την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, ζητά να ξεκαθαρίσει άμεσα το τοπίο για τους δικαιούχους του μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ.
Και δείχνει τη διαχείριση που έχει γίνει τα προηγούμενα χρόνια, καθώς υποστηρίζει ότι οι νέες κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ που καλείται να εφαρμόσει η Ελλάδα περιορίζουν την εφαρμογή του μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ μόνο σε επιλέξιμους βιομηχανικούς κλάδους και δεν επιτρέπουν πλέον την επέκταση σε άλλες κατηγορίες καταναλωτών.
Εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, τότε έχει συμβεί το έξης: Κάποιοι που δικαιούνταν να πληρώνουν μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ, όπως επιλέξιμες βιομηχανίες της Μέσης Τάσης, πληρώνουν τόσα χρόνια ακριβότερα ποσά. Και κάποιοι άλλοι, όπως οι παραπάνω επιχειρήσεις, που έπρεπε να πληρώνουν μεγαλύτερο ΕΤΜΕΑΡ, επειδή καθυστέρησε να γίνει η εκκαθάριση των προηγούμενων ετών, και έχει γίνει μόνο για τα έτη 2019-2020, τώρα πρέπει να επιστρέψουν πίσω μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα πάντα με την επιστολή των ενεργοβόρων επιχειρήσεων, οι νέες κατευθυντήριες γραμμές των Βρυξελλών ορίζουν ότι το ΥΠΕΝ θα έπρεπε να είχε κοινοποιήσει έως τις 31/12/2023 προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα νέο επικαιροποιημένο μηχανισμό κρατικής ενίσχυσης για την παροχή μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ, κάτι το οποίο όμως δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Αλλες χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, το έχουν κάνει. Αν αυτό είχε γίνει, τότε η Ελλάδα δεν θα χρειαζόταν να κάνει αναδρομικές εκκαθαρίσεις, ο υπολογισμός για το μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ θα γινόταν αυτόματα και κάθε επιχείρηση θα γνώριζε αν δικαιούται χαμηλότερη ή ολόκληρη χρέωση.
Βάσει των όσων είπαμε και παραπάνω, η αναδρομική εκκαθάριση ώστε να επιστραφούν τα ποσά από όσους έλαβαν αλλά δεν δικαιούνταν μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ έχει ολοκληρωθεί για τα έτη 2019-2020, αλλά εκκρεμούν τα έτη 2021, 2022 και 2023.
Αυτό σημαίνει, όπως αναφέρει η επιστολή της ΕΒΙΚΕΝ, ότι οφείλονται στις επιλέξιμες βιομηχανίες ποσά κοντά στα 40 εκατ. ευρώ ετησίως για τα έτη 2021, 2022 και 2023. Αθροιστικά κοντά στα 120 εκατ. ευρώ.
Ακριβώς επειδή συγκεντρώνεται ένα σημαντικό ποσό, η ΕΒΙΚΕΝ ζητάει τα όποια μέτρα να μην περιοριστούν μόνο στην αναδρομική είσπραξη των ποσών για τα έτη 2019 και 2020, αλλά να δρομολογούν με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα την εκκαθάριση και για τα υπόλοιπα έτη που παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Σημειωτέον ότι το πρόβλημα συνεχίζει ακόμη και σήμερα να διογκώνεται. Διότι η χρέωση του ΕΤΜΕΑΡ γίνεται με κριτήριο την τάση του δικτύου στο οποίο είναι συνδεδεμένος κάθε καταναλωτής (λανθασμένη τιμή χρέωσης exante), γεγονός που αποτελεί και την κύρια αιτία για το πρόβλημα. Κι αυτό καθώς η τελική ορθή χρέωση του ΕΤΜΕΑΡ γίνεται μόνο για όσους εισέλθουν στην πλατφόρμα του ΔΑΠΕΕΠ (expost), όπως γράφει η ΕΒΙΚΕΝ.
Τα παραπάνω μπορεί για τους πολλούς και όσους βρίσκονται εκτός του ενεργειακού κλάδου να είναι τεχνικά και δυσνόητα, ωστόσο δείχνουν ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα ολόκληρο κρατικό σύστημα επέλεξε να μην ανταποκριθεί στο πρόβλημα, να το παραπέμψει για το απώτερο μέλλον και τώρα αυτό να επιστρέφει δριμύτερο.
Τόσο στην περίπτωση με τον επανυπολογισμό των επιδοτήσεων του ρεύματος όσο και με το «μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ», αποδεικνύεται πόσο πολύ δυσκολεύεται το κράτος να υπολογίσει σε ποιον πρέπει να δώσει και από ποιον πρέπει να πάρει, ότι επιλέγει να ετεροχρονίζει το πρόβλημα και να αναγκάζεται μετά να ανοίγει ξανά τους λογαριασμούς για να συνειδητοποιήσει ότι αυτοί έχουν μεγεθυνθεί και η λύση έχει δυσκολέψει.