Τα σενάρια για τη σχέση της Ελλάδας με την πυρηνική ενέργεια, επανέρχονται μετά την αναφορά Μητσοτάκη από το συνέδριο του Economist ότι είναι μονόδρομος για να πετύχουμε το net zero σενάριο, αλλά και τις ειδήσεις της τελευταίας εβδομάδας με επίκεντρο τη ΝΑ Ευρώπη.
Την ίδια ημέρα που ο Πρωθυπουργός μιλούσε στο «Economist Government Roundtable» για το ρόλο των πυρηνικών σταθμών στην επίτευξη των κλιματικών στόχων, η Κομισιόν άναβε το πράσινο φως στη Ρουμανία για δύο νέους αντιδραστήρες. Είχε προηγηθεί μερικά 24ωρα πριν, η είδηση ότι η Τουρκία ξεκινά εντός του έτους τη παραγωγή ρεύματος από τον πυρηνικό σταθμό του Ακούγιου, και στις αρχές του μήνα, η δήλωση του Ιταλού υπουργού Ενέργειας ότι μέχρι το 2050, το 22% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας θα προέρχεται από πυρηνικά.
Σε μια συγκυρία, όπου τα πυρηνικά βρίσκονται ψηλά στην ευρωπαϊκή συζήτηση, οι στόχοι για το κλίμα πιέζουν την ΕΕ και οι αδυναμίες των ΑΠΕ δεν θεραπεύονται, η αναφορά Μητσοτάκη μπορεί να μην ήταν τυχαία.
Εδώ και καιρό η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι η Ελλάδα ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα για την επόμενη γενιά μικρών αρθρωτών πυρηνικών αντιδραστήρων (Small modular reactors - SMRs) και ό,τι παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξη της τεχνολογίας που προς το παρόν παραμένει ακόμη ακριβή. Σε ό,τι αφορά την επιχειρηματολογία ότι οι χώρες χωρίς πυρηνικά είναι πιο ασφαλείς στο σενάριο ενός ατυχήματος, άνθρωποι με γνώση των διεργασιών, απαντούν ότι δεν έχει πλέον καμία βάση, σε μια γειτονιά, όπως η δική μας, γεμάτη από πυρηνικά εργοστάσια. Τόσο τα υφιστάμενα, όσο και αυτά που έρχονται τα επόμενα χρόνια.
Σε αυτό το περιβάλλον, και παρ’ ότι δεν έχει ανοίξει ακόμη επισήμως κουβέντα στην Ελλάδα, παρασκηνιακά διεξάγονται σχετικές συζητήσεις. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, λένε οι συνομιλητές μας, όταν η περιοχή γεμίζει από ολοένα και περισσότερους αντιδραστήρες, η ανάγκη εξισορρόπησης της ευστάθειας του ελληνικού συστήματος γίνεται όλο και πιο απαιτητική και καμία από τις «καθαρές» τεχνολογίες που έχουμε δεν φαίνεται ικανή να την εξασφαλίσει.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η άσκηση που επανέρχεται στο τραπέζι είναι κατά πόσο μια «πυρηνική συνεργασία» της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, μπορεί να συμβάλει στην εξισορρόπηση του συστήματος. Τα κόστη σήμερα δεν είναι φθηνά και η τιμή της πυρηνικής ενέργειας, ακόμη και των μικρών αντιδραστήρων (SMRs) κινείται στα 80-120 ευρώ/ MWh, αρκετά ψηλότερα απ’ ότι των ΑΠΕ. Με τη διαφορά ότι η παραγωγή φωτοβολταϊκών και αιολικών δεν είναι σταθερή σε 24ωρη βάση. Απουσιάζει από το σύστημα όταν τη χρειάζεται, επειδή δεν φυσάει και δεν έχει ηλιοφάνεια.
Η ιδέα για συνεργασία με τη Βουλγαρία δεν είναι τωρινή. Είχε πέσει για πρώτη φορά στο τραπέζι στη καρδιά της ενεργειακής κρίσης, λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Φεβρουάριο του 2022, επί υπουργίας Κώστα Σκρέκα, και αφορούσε το νέο πυρηνικό αντιδραστήρα στο Κοζλοντούι.
Ένα χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 2023, μετά τη συνάντηση που είχαν ο Κυρ. Μητσοτάκης με τον τότε Βούλγαρο πρωθυπουργό Νικολάι Ντένκοφ, ο τελευταίος είχε αποκαλύψει ότι η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρεται να επενδύσει στους νέους αντιδραστήρες. Να μπει δηλαδή μετοχικά κάποια ελληνική επιχείρηση σε μια από τις καινούργιες μονάδες του Κοζλοντούι. Εναλλακτική επιλογή θα ήταν μια 20ετής συμφωνία αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Δηλαδή να συνάψει η Ελλάδα μια μακροπρόθεσμη συμφωνία με τον πυρηνικό σταθμό, ένα διμερές συμβόλαιο (PPA), σε ανταγωνιστικές τιμές, προκειμένου να αγοράζουμε μέρος από την πρόσθετη παραγωγή ενέργειας.
Σήμερα, η συζήτηση επανέρχεται και αφορά πάντα αυτά τα δύο σενάρια. Στην ουσία, η άσκηση είναι κατά πόσο μια ποσότητα π.χ. 500 MW που θα έρχεται σταθερά, και σε καθημερινή βάση από τις διασυνδέσεις με το Βορρά, βοηθά να μειωθεί το συνολικό κόστος εξισορρόπησης του συστήματος. Συζητήσεις προς αυτή τη κατεύθυνση με τη Βουλγαρία συνεχίζουν να γίνονται, ενδιαφέρον από τη γείτονα που θέλει να εξασφαλίσει μακροχρόνια συμβόλαια με αγοραστές λέγεται ότι υπάρχει, και κάποια στιγμή η κουβέντα θα προσλάβει και πιο επίσημες διαστάσεις. Ούτως ή άλλως, η Ελλάδα εισάγει μεγάλες ποσότητες από τη γείτονα, το 2023 έφτασαν τις 4,15 TWh ηλεκτρικής ενέργειας, μέρος της οποίας παράγεται από το σταθμό του Κοζλοντούι.
Ενα θέμα βέβαια είναι μέσω ποιας διαδρομής θα γίνουν όλα τα παραπάνω. Στο πλαίσιο των συζευγμένων αγορών που προβλέπει η ευρωπαική νομοθεσία (Market Coupling), οι δύο γραμμές μεταξύ Ελλάδας- Βουλγαρίας συνολικού capacity περίπου 1.100 ΜW, χρησιμοποιούνται για το διασυνοριακό εμπόριο. Δεν μπορεί μια χώρα να «κλειδώσει» π.χ το 40% (500 ΜW) της χωρητικότητας μιας διασύνδεσης, καθώς αυτό θα υπονόμευε την ελευθερία των συναλλαγών. Αλλά προφανώς η συζήτηση δεν έχει ακόμη φτάσει εκεί.
Σε αυτή τη φάση βρίσκεται η υπόθεση και δεν υπάρχουν σκέψεις για παρόμοια επένδυση στη χώρα μας. Σαν θέμα μόνο ζημιά θα μπορούσε να κάνει, λένε αρμόδιες πηγές, καθώς η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη για μια τέτοια κουβέντα, όπως άλλωστε και παντού όπου δεν υπάρχουν πυρηνικοί σταθμοί, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι όσες χώρες επενδύουν σε αυτή τη τεχνολογία είναι όσες διαθέτουν ήδη τέτοιες μονάδες και ρίχνουν κεφάλαια για να τις αναβαθμίσουν.
Σε οικονομικό επίπεδο, τα πυρηνικά εργοστάσια παραμένουν μια πολύ ακριβή τεχνολογία και ακόμη και οι μικροί αντιδραστήρες, παρ’ ότι φθηνότεροι, ταχύτεροι στη κατασκευή και ευκολότεροι στην εγκατάσταση απ’ ό,τι οι μονάδες μεγάλης κλίμακας, έχουν ακόμη μεγάλα κόστη.
Αλλά στο μέλλον τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Αν προχωρήσει η τεχνολογία των SMRs, πέσουν σημαντικά οι τιμές και αρχίσει να αναπτύσσεται η σχετική αγορά, η συζήτηση για επενδύσεις στην Ελλάδα θα τίθετο σε άλλη βάση. Ανάλογα με τις αντιδράσεις, και τη στάση του πολιτικού συστήματος, εφόσον τα οικονομικά στοιχεία έδειχναν ότι αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα στο ενεργειακό portfolio από την επένδυση σε μια τέτοια μονάδα, το σενάριο αυτό μπορεί να αντιμετώπιζονταν διαφορετικά.
Σκέψεις που ενισχύονται από το γεγονός ότι οι σημερινές τεχνολογίες ΑΠΕ φαίνεται να απέχουν ακόμη από την εποχή που θα είναι σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες για μια net zero ηλεκτροπαραγωγή.