Το story της πράσινης μετάβασης ξαναγράφεται από την αρχή. Τα έργα θα έχουν όλο και χαμηλότερες αποδόσεις και τα πρόσφατα μεγάλα deals στον χώρο δεν πρέπει να θολώνουν το μήνυμα. Tο παιχνίδι παίζεται πλέον με εντελώς άλλους όρους και όποιος επενδύει σε ένα φωτοβολταϊκό δεν πρόκειται να έχει σίγουρο έσοδο για μια ζωή.
Τη σκληρή αυτή πραγματικότητα, μακριά από το glamorous τοπίο της πράσινης μετάβασης, με πολύ λιγότερες επιδοτήσεις και αρνητικές τιμές, περιέγραψαν χθες οι παράγοντες του χώρου, προκρίνοντας ως το βασικότερο πρόβλημα την απουσία ορατότητας για την επόμενη ημέρα, από το μέτωπο των περικοπών έως αυτό των εξαγωγών.
Σε μια συνέντευξη που θύμιζε σε πολλά σημεία τις πρόσφατες αναφορές του Ευ. Μυτιληναίoυ για τα «βιντεοκλάμπ της ενέργειας», οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Επιστημονικής Ενωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) και του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών από ΑΠΕ (ΕΣΗΑΠΕ) στάθηκαν μεταξύ άλλων στο κυβερνητικό αφήγημα που θέλει την Ελλάδα να αξιοποιεί την άφθονη ηλιοφάνεια και να γίνεται εξαγωγέας ρεύματος τα μεσημέρια, εξηγώντας γιατί αυτό δεν είναι πλέον εφικτό.
Τα φωτοβολταϊκά παρουσιάζουν παντού σημάδια κορεσμού, είναι η εύκολη λύση, υπάρχει υπερεπάρκεια καθώς τα έχουν αναπτύξει οι πάντες, επομένως «το να πουλάς πράσινη ενέργεια τα μεσημέρια είναι σαν να προσπαθείς να πουλήσεις παγάκια στους Εσκιμώους», όπως χαρακτηριστικά είπε ο πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΝ, Παναγιώτης Λαδακάκος.
Το business as usual σενάριο στις εξαγωγές δεν «περπατάει», όπως είχε εξηγήσει πρόσφατα στο Euro2day.gr και ο πρόεδρος του ΣΠΕΦ Στέλιος Λουμάκης.
Ο κανόνας για να γίνει μια χώρα εξαγωγέας είναι να έχει ενέργεια σε φθηνές τιμές κάθε φορά που μια γειτονική χώρα τη χρειάζεται, δηλαδή όλο το 24ωρο. Κι επειδή σχεδόν οι πάντες πλέον στην ΕΕ έχουν υπερεπάρκεια τα μεσημέρια, η συνταγή είναι πλεονάζουσες ποσότητες πράσινης παραγωγής τα βράδια, δηλαδή περισσότερα αιολικά. Eνα ενεργειακό μείγμα με πιο σταθερή παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, όπως αυτό που ζητούν επί χρόνια οι φορείς των αιολικών, και που σύμφωνα με πληροφορίες έχει λάβει υπόψη του και το νέο ΕΣΕΚ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, στο κείμενο που πρόκειται να βγει σύντομα σε διαβούλευση, οι στόχοι για τα αιολικά αυξάνονται, όταν εκείνοι για τα φωτοβολταϊκά παραμένουν οι ίδιοι μέχρι το 2030.
Βέβαια, όλα αυτά δεν απαντούν στο ερώτημα πώς μια χώρα σαν την Ελλάδα θα ανταγωνιστεί τα φθηνά θαλάσσια αιολικά της Β. Θάλασσας, ωστόσο απαντάει στο πώς θα γίνουμε εξαγωγείς στη γειτονιά μας, π.χ. στα Βαλκάνια και στην Ιταλία, η οποία έχει μεγάλη βιομηχανία και διψάει για ενέργεια. Στην ουσία, αυτό που λένε οι φορείς είναι να ξεκινήσουμε το εξαγωγικό αφήγημα από τη ΝΑ Ευρώπη και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε και με τον ευρωπαϊκό Βορρά.
Το κρίσιμο ερώτημα βέβαια παραμένει και αφορά το πόσες ΑΠΕ αντέχει η Ελλάδα, έτσι ώστε τα έργα να είναι βιώσιμα και όχι ζημιογόνα, τα οποία οι επενδυτές θα αναγκαστούν να τα πουλήσουν ή να τα κλείσουν, όπως παρατηρείται ήδη στην πολύ ισχυρότερη από τη δική μας, ισπανική αγορά.
Απέναντι στην πραγματικότητα που λέει ότι η Ελλάδα έχει μια καθηλωμένη ζήτηση 6-10 GW, οι διεθνείς διασυνδέσεις είναι περιορισμένες, αλλά τα έργα σε λειτουργία και με όρους σύνδεσης φτάνουν τα 28 GW, περισσότερα απ’ όσα προέβλεπε το draft του τελευταίου ΕΣΕΚ, και ο υπουργός ΠΕΝ Θ. Σκυλακάκης έχει εξαγγείλει το τέλος των επιδοτήσεων, οι φορείς των ΑΠΕ δεν συνιστούν μια επιβράδυνση της αγοράς. Εισηγούνται αλλαγή του μείγματος των τεχνολογιών που προκρίνει η χώρα ως τις βέλτιστες για να πετύχει τους εθνικούς στόχους και μια επίσπευση των επενδύσεων στην αποθήκευση, ώστε οι μονάδες ΑΠΕ να μπορούν να γίνουν και μονάδες βάσης, ικανές να στηρίζουν την ευστάθεια του συστήματος, όπως είπε ο Γενικός Διευθυντής του ΕΣΗΑΠΕ, Σάββας Σεϊμανίδης.
Συμπερασματικά, αυτό που φαίνεται να λείπει περισσότερο σήμερα από την πράσινη αγορά, ακόμη πιο σημαντικό και από τα εμπόδια των περικοπών της παραγόμενης ενέργειας και των αρνητικών τιμών ρεύματος, είναι ένα visibility. Αν και υπάρχει ένα ισχυρό ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον, η ελληνική αγορά των ΑΠΕ συνεχίζει να προσελκύει κεφάλαια πολλών δισεκατομμυρίων και χαρακτηρίζεται από την EY ως η δεύτερη ελκυστικότερη διεθνώς για πράσινες επενδύσεις, εντούτοις όλοι συμφωνούν ότι η εικόνα αυτή δεν θα υπάρχει για πάντα, όσο απουσιάζει η ορατότητα για την επόμενη ημέρα. «Δεν είναι τόσο σημαντικές για έναν επενδυτή αυτές καθεαυτές οι περικοπές, όσο να ξέρει τους κανόνες, ποια έργα και τι ποσότητες αποζημιώνονται και πότε», ανέφερε ο κ. Λαδακάκος.
Ένα ζήτημα που όσο παραμένει ασαφές, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται η γκρίνια και θα δημιουργείται έδαφος για προσφυγές σε βάρος του ΑΔΜΗΕ, ο οποίος και είναι ο υπεύθυνος φορέας για τις περικοπές.
Στο κεφάλαιο των αποζημιώσεων, ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός που ισχύει σε όλες τις χώρες προβλέπει ότι υπό προϋποθέσεις κάποιες περικοπές πρέπει να αποζημιώνονται. Ο κανονισμός προβλέπει ότι τα έργα ΑΠΕ που μπαίνουν πρώτα στο σύστημα είναι και τα τελευταία των οποίων περικόπτεται η παραγωγή. Ιεραρχεί τα έργα ως προς τις περικοπές, προβλέποντας ότι τα τελευταία στα οποία θα πρέπει να εφαρμόζεται «ψαλίδι» είναι εκείνα που ηλεκτρίσθηκαν μέχρι τις 4/7/19 ή έχουν ισχύ έως 400 kW.
Αλλά ο Διαχειριστής δεν μπορεί να εφαρμόσει τον Κανονισμό. Δεν μπορεί να δώσει εντολές στον ΔΕΔΔΗΕ να βάλει «ψαλίδι» στην πλειονότητα των έργων στο δίκτυο διανομής, επομένως κόβει ό,τι μπορεί, κατά κύριο λόγο έργα που είναι συνδεδεμένα στο σύστημα μεταφοράς. Στην ουσία, οι περικοπές γίνονται αναλόγως των αναγκών, συμπαρασύροντας συχνά και έργα τα οποία δικαιούνται αποζημίωσης. Εδώ είναι ορατός ο κίνδυνος προσφυγών σε βάρος του ΑΔΜΗΕ και αναλόγως την έκταση που θα προσλάβουν, θα μπορούσαν να του δημιουργήσουν μεγάλα οικονομικά προβλήματα.
Το θέμα είναι σύνθετο, ωστόσο χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Στις κατά καιρούς παρεμβάσεις του, ο ΑΔΜΗΕ έχει θέσει επιτακτικά το θέμα, μιλώντας για μεγάλη ασάφεια ως προς τον μηχανισμό αποζημιώσεων των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας λόγω περικοπών, καθώς δεν προσδιορίζεται ούτε το πλαίσιο και οι διαδικασίες εφαρμογής περιορισμών στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας που προηγούνται χρονικά, ούτε το πλαίσιο των αποζημιώσεων και οι πόροι από τους οποίους αυτές θα καλύπτονται. Ανησυχεί ως προς τι θα μπορούσε να συμβεί, αν γίνει η αρχή και αρχίσει να δέχεται προσφυγές από παραγωγούς, οι οποίοι θα βασίζονται στις προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, ο οποίος έχει ισχύ σε όλες τις χώρες.