Μια δύσκολη απόφαση για τη λύση ενός προβλήματος που προέκυψε εδώ και 3,5 χρόνια καλείται να λάβει η κυβέρνηση.
Αφορά την περικοπή στις συντάξεις χηρείας του ιδιωτικού τομέα, βάσει του νόμου που ισχύει -αλλά δεν εφαρμόζεται για όλους- από το 2016. Η λύση, βάσει του σχεδιασμού, που δεν φαίνεται να έχει αλλάξει, αναμένεται να θεσμοθετηθεί με σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας.
Βέβαια, η οριστική απόφαση για τον τρόπο που θα εφαρμοστεί ο νόμος, και κυρίως για το πώς και εάν θα αναζητηθούν αναδρομικά οι περικοπές, θα πρέπει να ληφθεί από το κυβερνητικό επιτελείο εντός του επόμενου διαστήματος.
Το θέμα αφορά χιλιάδες ασφαλισμένους, κυρίως γυναίκες-χήρες, κι έχει τεράστιες κοινωνικές προεκτάσεις. Μάλιστα, αν και στο υπουργείο Εργασίας γνωρίζουν πως πρόκειται για ένα ευαίσθητο θέμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, η απόφαση για επίλυσή του εντός του καλοκαιριού δεν έχει αλλάξει. Μπορεί να ανατραπεί, μόνο εάν ο νέος κυβερνητικός σχεδιασμός περιλαμβάνει άλλα νομοσχέδια που πρέπει να προπορευθούν και να ψηφιστούν πριν από το κλείσιμο της Βουλής για το καλοκαίρι.
Η πλειοψηφία των εισηγήσεων πάντως θέλει το συγκεκριμένο, μίνι ασφαλιστικό νομοσχέδιο να περνάει από τη Βουλή εντός του καλοκαιριού, περιλαμβάνοντας παράλληλα και θετικές διατάξεις, όπως μερική αναπροσαρμογή της κλίμακας για την ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων.
Ειδικά στο θέμα των συντάξεων χηρείας, το υπουργείο Εργασίας, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει δεχθεί σημαντικές πιέσεις προκειμένου να αμβλύνει τη διάταξη που έχει ήδη εφαρμοστεί στους συνταξιούχους του δημοσίου και του ΟΓΑ και να μειώσει τις αντιδράσεις που αναμένονται.
Σύμφωνα με το νόμο του 2016, οι δικαιούχοι σύνταξης χηρείας λαμβάνουν -για μία τριετία μετά τον θάνατο του συνταξιούχου- ποσό ίσο με το 70% της σύνταξης του θανόντος. Μετά την τριετία, το ποσό της χηρείας μειώνεται κατά 50% και η σύνταξη χηρείας περιορίζεται από το 70% στο 35% της σύνταξης του θανόντος. Στην πράξη, η περικοπή θα πρέπει να επιβληθεί σε όλες τις συντάξεις χηρείας (ανδρών και γυναικών) που δόθηκαν πριν από την 1η Οκτωβρίου 2020, αν σήμερα ο δικαιούχος εργάζεται ή λαμβάνει άλλη σύνταξη.
Το μεγαλύτερο βέβαια ζήτημα αφορά τις αναδρομικές περικοπές, καθώς θα πρέπει να αναζητηθούν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, που κατατέθηκαν από τον ΕΦΚΑ στους λογαριασμούς των δικαιούχων, από τον Οκτώβριο του 2020 έως και σήμερα. Με στόχο να αμβλύνει τις επιπτώσεις και κατά συνέπεια τις αντιδράσεις, στο υπουργείο Εργασίας εξετάζονται πιθανά σενάρια, που αφορούν τόσο την εφαρμογή των περικοπών όσο και την αναδρομική αναζήτηση των υψηλότερων συντάξεων, όπως αυτές καταβάλλονται, χωρίς υπαιτιότητα του ασφαλισμένου.
Έτσι, για παράδειγμα, συζητείται το ενδεχόμενο, η περικοπή να συνδυασθεί με τη δυνατότητα επιλογής, από τον ίδιο τον δικαιούχο, σε ποια από τις δύο συντάξεις θα γίνεται. Στην περίπτωση αυτή, είναι ξεκάθαρο ότι θα επιλέγεται η χαμηλότερη σύνταξη, στην οποία θα επιβάλλεται μείωση 50%.
Αλλά και στο επίπεδο των αναδρομικών, συζητείται η πιθανότητα μερικής έκπτωσης στο ποσό που θα αναζητηθεί προς επιστροφή, καθώς και πολλές δόσεις προκειμένου να μην επιβαρυνθούν ιδιαίτερα οι συνταξιούχοι χηρείας.
Στο νομοσχέδιο πάντως του υπουργείου Εργασίας θα υπάρχουν και άλλες διατάξεις, όπως αλλαγές στην κλίμακα βάσει της οποίας γίνεται η παρακράτηση της ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, ώστε να είναι δικαιότερη, παρεμβάσεις στο εργόσημο προκειμένου να περιοριστεί η κατάχρηση του μέτρου και να γίνει πιο εύχρηστο για εκείνους που πραγματικά το χρησιμοποιούν λόγω της φύσης της απασχόλησής τους, αλλά και αλλαγές στο αποθεματικό του ΤΕΚΑ, ώστε το νέο επικουρικό να ξεκινήσει την αυτόνομη επενδυτική του δραστηριότητα.