Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Πότε η ΑΑΔΕ σβήνει χρέη φορολογουμένων

Με νέα απόφασή του ο Γιώργος Πιτσιλής καθορίζει τις διαδικασίες για διαγραφή μη εξυπηρετούμενων χρεών προς την Εφορία. Αναλυτικά οι περιπτώσεις, οι όροι και οι προϋποθέσεις. Ανεπίδεκτα είσπραξης 26,3 δισ. ευρώ.

Πότε η ΑΑΔΕ σβήνει χρέη φορολογουμένων

Από ψιλό κόσκινο περνά όλους τους οφειλέτες του δημοσίου η ΑΑΔΕ, προκειμένου να βγάλει στην άκρη τα χρέη εκείνα τα οποία έχουν μηδενικές πιθανότητες είσπραξης και να επικεντρωθεί στο κυνηγητό όσων χρωστάνε και έχουν τη δυνατότητα ή την περιουσία για να εξοφλήσουν μέρος ή το σύνολο των χρεών τους.

Νέα απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή θέτει μια σειρά κριτηρίων τα οποία έχουν τη σύμφωνη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου ένα χρέος να εγγραφεί στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, κίνηση η οποία οδηγεί περισσότερο σε «πάγωμα» παρά σε διαγραφή.

Ήδη με τα ισχύοντα μέχρι πρότινος κριτήρια, οφειλές ύψους 26,3 δισ. ευρώ έχουν εγγραφεί στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης περιορίζοντας τον όγκο των συσσωρευμένων ληξιπρόθεσμων χρεών από τα 107 δισ. ευρώ στα 80,6 δισ. ευρώ (πραγματικό ληξιπρόθεσμο).

Σε αντίστοιχη κατεύθυνση χαρακτηρισμού μεγάλου όγκου των ληξιπρόθεσμων χρεών ως ανεπίδεκτα είσπραξης κινείται και ο ΕΦΚΑ ενώ προ ημερών δόθηκε παράταση ενός μήνα, έως το τέλος Ιουλίου, προκειμένου να δημοσιοποιηθούν οι λίστες των μεγαλοοφειλετών με χρέη πάνω από 150.000 ευρώ.

Στη νέα απόφαση Πιτσιλή, αίσθηση προκαλεί η διατύπωση σύμφωνα με την οποία υπάρχει δυνατότητα χαρακτηρισμού οφειλών ως ανεπίδεκτων ακόμα και εάν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία αξίας έως 100.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, «κλειδί» είναι το ύψος των συνολικών οφειλών και θα πρέπει η αξία των ακινήτων να είναι χαμηλότερη από το 5% της συνολικής οφειλής αλλά και να ικανοποιούνται μια σειρά άλλων προϋποθέσεων. Αν για παράδειγμα υπάρχει οφειλή 2 εκατ. ευρώ και ακίνητη περιουσία βασικού οφειλέτη και συνυπόχρεων έως 100.000 ευρώ, η Φορολογική Διοίκηση, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αφού έχει κάνει ατελέσφορες προσπάθειες κατάσχεσης  και έχει προχωρήσει στην άσκηση ποινικών διώξεων χωρίς αποτέλεσμα, θα βάζει στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης την οφειλή, χωρίς βεβαίως να τη διαγράφει.

Πότε μια οφειλή είναι ανεπίδεκτη είσπραξης

Στις βασικές πτυχές της, η απόφαση Πιτσιλή ορίζει ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και οι συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα:

Πρώτον. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης και από τις έρευνες αυτές δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ' οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων κατά των ανωτέρω ευθυνόμενων προσώπων με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον έχει λάβει χώρα κήρυξη των ευθυνόμενων προσώπων σε πτώχευση, η οποία δεν έχει περατωθεί. Η εκμίσθωση τραπεζικής θυρίδας από οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο δεν κωλύει τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ακόμα και πριν λάβει χώρα η διάρρηξη αυτής, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια τρίτου.

Δεύτερον. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α' 43) σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν είναι δυνατή η υποβολή αυτής.

Τρίτον. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περ. (α) και (β) και είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.

Επιπλέον περιπτώσεις

Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παραπάνω περ. (α) χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές παρά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή συνυπόχρεου προσώπου, αν για τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ σύμφωνα με τον ν. 4223/2013, όπως αυτό προκύπτει από την τελευταία συντεθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, ή από την έκθεση κατάσχεσης. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Γ ια την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων.
  • Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης.

Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περ. (α), ως ανεπίδεκτες είσπραξης χαρακτηρίζονται οφειλές και στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  1. Αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την υπαγωγή της επιχείρησης του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, η οποία δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών, κατ' ανάλογη εφαρμογή του τρίτου εδαφίου της περ. (α) της παρ. 4 του παρόντος άρθρου. Για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων, ο υπολογισμός της αξίας του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας γίνεται με βάση βεβαίωση του εκκαθαριστή, ενώ για τα συνυπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 4. Οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται μόνο για οφειλές που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο έως την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους, και έχουν αναγγελθεί σε αυτή.
  2. Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεο πρόσωπο απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του οφειλέτη καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά. Στην περίπτωση αυτή, για το χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, δεν απαιτείται έρευνα και επίσπευση της διαδικασίας είσπραξης σε βάρος των λοιπών κληρονόμων του αποβιώσαντος.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v