Μετά την ισχυρή ανάκαμψη που ακολούθησε την πανδημία Covid το 2021 και το 2022, το ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο 2% το 2023, αν και εξακολουθεί να υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, επισημαίνει η EBRD σε έκθεσή της για την οικονομία.
Τόσο η ιδιωτική όσο και η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκαν κατά σχεδόν 2%, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 4% και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 3,7%, υπερβαίνοντας την αύξηση των εισαγωγών (2,1%).
Οι αφίξεις και οι τουριστικές εισπράξεις αυξήθηκαν σημαντικά το 2023, ξεπερνώντας τα προ της Covid-19 επίπεδα. Οι δείκτες εμπιστοσύνης άρχισαν επίσης να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ η μείωση των τιμών της ενέργειας βοήθησε στην πτώση του πληθωρισμού το 2023. Ο βασικός ετήσιος πληθωρισμός ήταν 3,5% το τελευταίο τρίμηνο του 2023, έχοντας φτάσει σε διψήφιους ρυθμούς το 2022.
Επιπλέον, η Ελλάδα επέστρεψε στην επενδυτική βαθμίδα το 2023 για τρεις από τους τέσσερις βασικούς οίκους αξιολόγησης. Ο προϋπολογισμός κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ το 2023 και οι δημοσιονομικές προοπτικές εκτιμάται ότι είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του υφιστάμενου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που επανενεργοποιήθηκε από το 2024.
Η οικονομική εμπιστοσύνη βελτιώνεται σταθερά, με τον δείκτη (PMI) να παρουσιάζει ανοδική τάση το πρώτο τρίμηνο του 2024 (56,9 τον Μάρτιο του 2024, το υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2022) και ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ESI) έφτασε σε υψηλό 7 μηνών (108,4 τον Μάρτιο του 2024). Και οι δύο δείκτες παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ.
Έχει σημειωθεί καλή πρόοδος στην υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), μετριάζοντας τους αρνητικούς κινδύνους που προέρχονται από παγκόσμιες και περιφερειακές αναταράξεις, καθώς και από καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα. Ως εκ τούτου, η συνολική βραχυπρόθεσμη προοπτική παραμένει θετική, με την ανάπτυξη να αναμένεται να ανέλθει σε 2,3% το 2024 και 2,6% το 2025.
Παραμένουν βασικοί καθοδικοί κίνδυνοι, που σχετίζονται με πιθανές καθυστερήσεις στην αξιοποίηση του RRF και αδυναμίες σε βασικές εξαγωγικές αγορές και χώρες προέλευσης τουρισμού, επισημαίνει.