Ο αμερικανικός οίκος της JP Morgan επισκέφθηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με στελέχη από τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία, την περασμένη εβδομάδα.
Από τις συναντήσεις διαπίστωσε ότι παραμένει η αισιοδοξία, με τις τράπεζες να είναι «άνετες» για την πορεία των δεικτών απόδοσής τους (RοTE), παρά το γεγονός ότι η κορύφωση των καθαρών εσόδων από τόκους (ΝΙΙ) είναι πλέον πιθανότατα πίσω μας.
Προς έκπληξη των αναλυτών του οίκου, υπήρξε σχετικά μικρή εστίαση στα ΝΙΙ και στα περιθώρια κέρδους στις συναντήσεις τους, γεγονός που δείχνει ότι στο επίκεντρο πλέον είναι η ανάπτυξη των δανείων και οι προοπτικές απόδοσης κεφαλαίου.
Οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται σε 0,7 φορές τον δείκτη P/TBV και μόλις 6 φορές τον δείκτη P/E για το 2025 και η Eurobank παραμένει η κορυφαία επιλογή τους. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου αφετηρίας, ιδίως για την Εθνική και τη Eurobank, καθώς και την αναμενόμενη υψηλή οργανική δημιουργία κεφαλαίων κατά τη διάρκεια του 2024-2026, η αντιμετώπιση του πλεονάζοντος κεφαλαίου καθίσταται όλο και πιο σημαντική. Ειδικά για τη Eurobank, υπογραμμίζουν τις συνεχιζόμενες εξαγορές και συγχωνεύσεις στην Κύπρο.
Για την Εθνική Τράπεζα, οι αναλυτές σημειώνουν ότι επικεντρώνεται στις αγορές χαρτοφυλακίου, καθώς και στις συνεργασίες για την αξιοποίηση κεφαλαίων. Οι επαναγορές μετοχών είναι επίσης στο επίκεντρο, με την τράπεζα να ελπίζει να συμπληρώσει τα μερίσματα με μια «επιθετική» στρατηγική επαναγοράς από το επόμενο έτος και μετά. Επιπλέον, η Εθνική Tράπεζα παρακολουθεί τις εξελίξεις που σχετίζονται με την τελική τοποθέτηση του ΤΧΣ για μια πιθανή εξαγορά, εν αναμονή των εγκρίσεων του πωλητή και των ρυθμιστικών αρχών. H JPM υποθέτει ήδη μια εξαγορά 8% από την ΕΤΕ το 2024 σε σχέση με αυτό το μερίδιο μετοχών του ΤΧΣ.
Τα μηνύματα από τα δάνεια και τις αποδόσεις στο ταμπλό του ΧΑ
Την ίδια στιγμή, η JP Morgan εκτιμά ότι οι βραχυπρόθεσμοι καταλύτες φαίνονται πιο περιορισμένοι, γεγονός που είναι επίσης μάλλον ο βασικός λόγος για τη σχετικά υποτονική απόδοση των μετοχών τις πιο πρόσφατες εβδομάδες, με αύξηση 18% από τις αρχές του έτους. Από εδώ και πέρα, τα κέρδη του α’ τριμήνου και η έγκριση μερίσματος (αναμένεται τον Ιούνιο) είναι τα βασικά σημεία που πρέπει να παρακολουθούν οι επενδυτές, εξηγούν οι αναλυτές του οίκου.
«Μετά από μια απογοητευτική χρονιά για αύξηση των δανείων το 2023, λόγω των υψηλών επιτοκίων και του μεγάλου όγκου των αποπληρωμών των επιχειρήσεων, μια ανάκαμψη θα είναι ορατή φέτος. Ο εταιρικός τομέας εξακολουθεί να είναι ο κύριος μοχλός ανάπτυξης, αλλά οι τράπεζες ολοένα και περισσότερο μιλούν για τη βελτίωση των καταναλωτικών δανείων χωρίς εξασφαλίσεις, επίσης, αν και από μια πολύ χαμηλή βάση. Οι τράπεζες εξακολουθούν να προβλέπουν ετήσια αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 4%-6% για τα επόμενα έτη, ενώ αυτό ευθυγραμμίζεται με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και υποδηλώνει ότι η βελτίωση της διείσδυσης δεν είναι ακόμη εμφανής, κυρίως λόγω της στασιμότητας των ενυπόθηκων δανείων, με τις ετήσιες εκταμιεύσεις ύψους 1-1,2 δισ. ευρώ να εξακολουθούν να αντιστοιχούν περίπου στο 10% των επιπέδων προ κρίσης και να μην είναι σε θέση να αντισταθμίσουν τη μείωση από παλαιές χρονιές», εξηγεί ο οίκος.
Οι τράπεζες επικαλούνται την έλλειψη προσιτών, σύγχρονων κατοικιών και την αύξηση των τιμών ως προκλήσεις, παράλληλα με τις δυσκίνητες διαδικασίες δανειοδότησης. Οι προσπάθειες για την τόνωση του ενυπόθηκου δανεισμού, όπως το κυβερνητικό πρόγραμμα βοήθειας για την αγορά για τους νέους, είναι ελπιδοφόρες αλλά απαιτούν σημαντική προσπάθεια τόσο από τις τράπεζες όσο και από την κυβέρνηση.
Γιατί οι τραπεζίτες είναι «άνετοι» με τις επιδόσεις για φέτος
Οι προοπτικές των NII των ελληνικών τραπεζών παραμένουν στο επίκεντρο της προσοχής των επενδυτών, καθώς το επιτοκιακό περιθώριο NIM που δίνεται ως καθοδήγηση έχει φθάσει στο τελικό του στάδιο. Προς έκπληξη της JPM, υπήρξε σχετικά μικρή εστίαση στα NII και τα περιθώρια κέρδους στις συναντήσεις, γεγονός που σηματοδοτεί ότι οι κινητήριοι μοχλοί είναι πλέον καλά κατανοητοί.
Οι τράπεζες αναμένουν διαδοχική μείωση των NII το α’ τρίμηνο φέτος, λόγω της αρνητικής μεταφοράς που σχετίζεται με την αντιστάθμιση κινδύνου και των πρόσφατων εκδόσεων ομολόγων, ωστόσο παραμένουν άνετες με τις προοπτικές φέτος, υποθέτοντας έως και τρεις μειώσεις επιτοκίων και μετατόπιση των καταθέσεων σε λογαριασμούς προθεσμίας.
Αναφορικά με τα δάνεια που επανέρχονται σε κανονική αποπληρωμή (re-performing loans), σημειώθηκε ότι υπάρχει απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ύψους 69,5 δισ. περίπου στην Ελλάδα, στα χέρια εξειδικευμένων διαχειριστών μη εξυπηρετούμενων δανείων που διαχειρίζονται για λογαριασμό πιστωτικών ιδρυμάτων και τα οποία θα μπορούσαν τελικά να επιστρέψουν στους ισολογισμούς των τραπεζών, καθώς αυτά τα δάνεια θεραπεύονται.
Οι τράπεζες είναι πρόθυμες να διερευνήσουν ευκαιρίες σε αυτά τα re-performing loans (RPLs) ως τομέα αξιοποίησης κεφαλαίων, καθώς η οικονομική συγκυρία συνεχίζει να βελτιώνεται. Οι εκτιμήσεις για τους δυνητικούς όγκους κυμαίνονται ευρέως, από 10-15 δισ. ευρώ έως 30-40 δισ. ευρώ, με περίπου 6,5 δισ. ευρώ του συνολικού αποθέματος να κατατάσσονται επί του παρόντος ως εξυπηρετούμενα ή εκπρόθεσμα εξυπηρετούμενα, σύμφωνα με τον ορισμό των ίδιων των διαχειριστών.