Σήμα κινδύνου για τη δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο σενάριο όπου οι αυξήσεις μισθών ξεπεράσουν το άθροισμα του πληθωρισμού και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας εκπέμπει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Εκτιμά πως μια αύξηση των ονομαστικών μισθών κατά 8,7% στο σύνολο της οικονομίας φέτος είναι ικανή να προσθέσει μία μονάδα στον μέσο ετήσιο πληθωρισμό, εκτοξεύοντάς τον εκ νέου στο 3,9% και να αφαιρέσει από τον ρυθμό ανάπτυξης τέσσερα δέκατα της μονάδας, συμπιέζοντάς τον στο 2,1% από 2,5% που συνιστά το βασικό σενάριο του Γραφείου. Έως το τέλος του 2026, ένα λάθος στους φετινούς μισθούς μπορεί να κοστίσει 2,4 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας.
Πέρυσι, οι αυξήσεις μισθών στο σύνολο της οικονομίας ήταν της τάξεως του 6% ενώ η πρόσφατη απόφαση αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 6,4% στα 830 ευρώ χαρακτηρίζεται από το ΓΠΚΒ ως κίνηση η οποία «βρίσκεται οριακά μέσα στις δυνατότητες της οικονομίας, αν δεν τις ξεπερνάει».
«Υπερβάλλουσες αυξήσεις μισθών είναι πιθανό να αποβούν σε βάρος της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των εργαζομένων, διαμορφώνοντας τις συνθήκες για τη δημιουργία ενός σπιράλ αυξήσεων μισθών-τιμών», σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού και αναλύει ένα σενάριο πληθωριστικού σοκ στο οποίο ο πληθωρισμός αυξάνεται κατά 1% και διαμορφώνεται στο 3,9%, σε σχέση με τη βασική πρόβλεψη που εκτιμά πληθωρισμό στο 2,9%.
Η αύξηση αυτή προέρχεται από υποθετική αύξηση των ονομαστικών μισθών για το σύνολο της οικονομίας κατά περίπου 8,7% το 2024. Θα μπορούσε να προέλθει, όπως σημειώνει, από συνδυασμό παραγόντων όπως για παράδειγμα λόγω των δικαιολογημένων απαιτήσεων για κάλυψη απωλειών αγοραστικής δύναμης, ή μίας πιθανής νέας αναζωπύρωσης πληθωρισμού που προέρχεται από ένα νέο εξωτερικό σοκ. Σε αυτό το σενάριο υποθέτουμε ότι η αύξηση των ονομαστικών μισθών κατά 8,7% είναι τέτοια που υπερβαίνει σημαντικά το άθροισμα του πληθωρισμού και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της ανάλυσης, η αύξηση του πληθωρισμού κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα το 2024 θα επιφέρει μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στο 2,1% το 2024, δηλαδή 0,4 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τη βασική πρόβλεψη για το 2024.
Μάλιστα, η αύξηση των ονομαστικών μισθών επιφέρει σημαντική αρνητική επίπτωση στη μεσοπρόθεσμη τάση του ΑΕΠ σε σύγκριση με τη βασική πρόβλεψη μέχρι και το τέλος του 2026, με συνολικές σωρευτικές απώλειες ΑΕΠ 2,4 δισ. ευρώ, ισοδύναμες με 1,2% του ΑΕΠ, περίπου. Η αύξηση των ονομαστικών μισθών θα οδηγήσει σε υψηλότερο πληθωρισμό καθώς οι επιχειρήσεις προσπαθούν να ισοσταθμίσουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής με αύξηση τιμών. Η οικονομία οδηγείται σε έναν αντιπαραγωγικό ανταγωνισμό μισθών- τιμών, που εντέλει οδηγεί σε απώλεια αγοραστικής δύναμης.
Οι απώλειες του ΑΕΠ κατά 2,4 δισ. ευρώ προέρχονται αφενός από την απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που μεταφράζεται σε μείωση εξαγωγών, αφετέρου από τις απώλειες σε όρους απασχόλησης (λόγω υψηλότερου πραγματικού μισθού που μειώνει τη ζήτηση εργασίας), που μεταφράζονται σε μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης αλλά και μείωση επενδύσεων σε σχέση με τη βασική πρόβλεψη. Σε αυτό το σενάριο, η οικονομία θα έχει χάσει μια τριετία προσαρμογής μέχρι να καλύψει την απόσταση από την τάση του ΑΕΠ που θα ίσχυε χωρίς την υπερβάλλουσα πληθωριστική πίεση.
Μισθοί και επιτόκια
Οι μισθολογικές αυξήσεις αποτελούν παράγοντα αυξημένης προσοχής και από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με την Κριστίν Λαγκάρντ να έχει παραπέμψει τη συζήτηση για την έναρξη μείωσης των επιτοκίων τον Ιούνιο, όταν και θα υπάρχουν περισσότερα στοιχεία. Τα στοιχεία στην ευρωζώνη μέχρι τώρα δείχνουν περιορισμένο κίνδυνο ενός σπιράλ αυξήσεων τιμών-μισθών, με τον Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα να εκτιμά πως είναι εφικτή η πρώτη μείωση επιτοκίων τον Ιούνιο, με τρεις ακόμα μειώσεις , από 25 μονάδες βάσης έκαστη, έως το τέλος του έτους.