Αν και η ελβετική τράπεζα UBS διατηρεί την πεποίθηση ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής μακροοικονομικής ιστορίας παραμένουν σε καλό δρόμο, μειώνει τις εκτιμήσεις για φέτος, μετά τη χαμηλότερη του αναμενομένου ανάπτυξη πέρυσι.
«Προβλέπουμε ανάπτυξη 2,5% το 2024 μετά από 2% το 2023. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε στο 2% πέρυσι, μετά από 5,6% το 2022. Το δημόσιο χρέος είναι πιθανό να έχει μειωθεί σε επίπεδα κάτω από 160% του ΑΕΠ πέρυσι και αναμένουμε περαιτέρω πτώση στο 152% του ΑΕΠ το 2024, ενώ οι αποδόσεις του εγχώριου 10ετούς ομολόγου έχουν μειωθεί έναντι των ισπανικών αποδόσεων χαμηλότερα από τις 10 μονάδες βάσης».
«Το 2024 ξεκίνησε με ανάμεικτες τάσεις, οι δείκτες PMI και η βιομηχανική παραγωγή βελτιώθηκαν σε Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2024, αλλά το επιχειρηματικό κλίμα επιδεινώθηκε. Ως αποτέλεσμα, μειώνουμε την εκτίμησή μας για το ΑΕΠ το 2024 σε 2,5% από 3% προηγουμένως, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό εξακολουθεί να μας καθιστά πιο αισιόδοξους από την εκτίμηση του consensus για 1,5%».
Το 4ο τρίμηνο πέρυσι, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν μόνο κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση και οι πιθανές εξηγήσεις είναι ότι:
- Οι δαπάνες για επενδύσεις μειώθηκαν κατά -2,6% τριμηνιαίως το 4ο τρίμηνο και ως αποτέλεσμα, ο σχηματισμός κεφαλαίου επεκτάθηκε μόνο κατά 4% το 2023 από 11,7% το 2022. Αν και είναι δύσκολο να προσδιοριστούν οι ακριβείς λόγοι, πιστεύουμε ότι οι βραδύτερες εισροές κεφαλαίων της ΕΕ θα μπορούσαν να έχουν παίξει κάποιο ρόλο. Επιπλέον, ενώ οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα παρέμειναν ισχυρές στα 4,5 δισ. ευρώ το 2023 (το 45% αυτών αφορούσε ακίνητα), οι εισροές δεν κατάφεραν να διαμορφωθούν στα επίπεδα του 2022 των 7,5 δισ. ευρώ.
- Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,8% το 2023 και κατά 1,4% τριμηνιαίως το 4ο τρίμηνο, ενώ η αύξηση των πραγματικών μισθών ήταν περισσότερο από 3% το 2023. Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 11,7% το 2023, περισσότερο από τρεις φορές υψηλότερος από τον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή, είναι πιθανό να συνέβαλε σε μια πιο επιφυλακτική συμπεριφορά των καταναλωτών ως προς τις δαπάνες τους, εξηγεί ο οίκος.
Αναφορικά με τους στόχους φέτος, το carry over (μεταφορά ανάπτυξης) θα είναι σχετικά μικρό σε 0,3% και η τράπεζα εντοπίζει τρεις κύριες κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης το 2024:
- ο τουρισμός, ξεπερνώντας το ρεκόρ εισροών του 2023 (20,5 δισ. ευρώ), δεδομένης της πρώιμης έναρξης της κρουαζιέρας και τις θετικές τάσεις προκρατήσεων,
- ένα πιο ήπιο σκηνικό πληθωρισμού που θα βοηθήσει τον καταναλωτή, και
- υψηλότερα οφέλη από τα κονδύλια της ΕΕ, με προγραμματισμένες εισροές 6,9 δισ. ευρώ από το RRF.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, η κυβέρνηση προσπαθεί με κυβερνητικές παρεμβάσεις να συγκρατήσει τις πιέσεις στις τιμές των τροφίμων. O πληθωρισμός επιταχύνθηκε προσωρινά εκ νέου το 4ο τρίμηνο του 2023, λόγω του αντίκτυπου των πλημμυρών στα τρόφιμα και ορισμένων επιδράσεων βάσης στις τιμές της ενέργειας και η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει διάφορες παρεμβάσεις για τον έλεγχο των σούπερ μάρκετ και τον πληθωρισμό των τιμών. Τα φθηνότερα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας βοηθούν επίσης τις προοπτικές. Από την άλλη πλευρά, σημειώνει ότι ο εποχικά προσαρμοσμένος πυρήνας του πληθωρισμού επιταχύνθηκε σε περίπου 4,5% σε ετήσιο ρυθμό τον Φεβρουάριο, που είναι ο ταχύτερος ρυθμός από τον Μάιο του 2023. Αυτό αντανακλά τον σχετικά επίμονο πληθωρισμό των υπηρεσιών (κυρίως εστιατόρια και ξενοδοχεία, αλλά και αναψυχή).
«Αναμένουμε μέσο πληθωρισμό 2,5% το 2024, με τον δείκτη στο τέλος του έτους να πέφτει κοντά στο 2%. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπογράμμισε πρόσφατα ότι βλέπουν τρεις βασικούς λόγους για τις σχετικά αυξημένες τιμές ορισμένων προϊόντων στην Ελλάδα: α) ολιγοπωλιακές δομές, β) μεγάλη παραοικονομία και γ) προτίμηση για επώνυμα προϊόντα», εξηγεί η UBS.
Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί
Το επόμενο σημαντικό γεγονός είναι η αναθεώρηση της κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας από τη Moody's την Παρασκευή, δεδομένου ότι πρόκειται για τον μοναδικό μεγάλο οργανισμό με αξιολόγηση χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα.
Ο ελληνικός ταμειακός προϋπολογισμός κατέγραψε έλλειμμα -3,8 δισ. ευρώ (-1,7% του ΑΕΠ), με το πρωτογενές πλεόνασμα να αυξάνεται σε 3,9 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ) έναντι πρωτογενούς στόχου ελλείμματος -0,9 δισ. ευρώ. Ο επίσημος στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα με βάση τα δεδουλευμένα ήταν 1,1% του ΑΕΠ πέρυσι.
Σε όρους δεδουλευμένων, η υπεραπόδοση είναι πιθανόν να είναι μικρότερη από ό,τι με βάση τα ταμειακά διαθέσιμα, δεδομένων των λογιστικών ζητημάτων γύρω από το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 1,7 δισ. ευρώ του Δεκεμβρίου και το χρονοδιάγραμμα ορισμένων μεταβιβάσεων. «Μέχρι στιγμής τον Ιανουάριο του 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στα 2,3 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τον στόχο ύψους 1,1 δισ. ευρώ, αν και πάλι η διαφορά των ταμειακών δεδουλευμένων σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της υπεραπόδοσης ήταν λόγω της μεθοδολογίας υπολογισμού», καταλήγει ο ελβετικός οίκος.