Επίκαιρη παραμένει η 8η Μαρτίου, που μπορεί για τις γυναίκες να μην είναι γιορτή, είναι όμως μια καλή ευκαιρία να αναδείξουν τις προκλήσεις και τις αναγκαιότητες της νέας εποχής. Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα σε θέσεις ευθύνης, αποτελεί μια διαχρονική και κομβικής σημασίας οικονομική πρόκληση για τη χώρα μας, παράλληλα με τις κοινωνικοπολιτικές της διαστάσεις.
Σε μια περίοδο μάλιστα που η συζήτηση για την συμπερίληψη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ίση μεταχείριση έχει ανοίξει για τα καλά, τα στοιχεία, παρά την σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών, επιμένουν να δείχνουν την ύπαρξη ενός διαθρωτικού οικονομικού προβλήματος με άμεσες, αρνητικές συνέπειες στην αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης και στην αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδος: Οι Ελληνίδες βρίσκονται πρώτες στους δείκτες ανεργίας, μερικής απασχόλησης και χαμηλόμισθης αμοιβής σε σχέση με τους άνδρες ίδιας ηλικίας και παραμένουν ισχνή μειοψηφία σε θέσεις ευθύνης, διατηρώντας στην ουσία τη θέση του «ασθενούς φύλου».
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και άκρως απογοητευτικά:
Στην Ελλάδα απασχολείται το 52,4% των γυναικών. Είναι η δεύτερη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. μετά την Ιταλία που έχει 52,3%. Άλλωστε, Ιταλία και Ελλάδα είναι οι μόνες χώρες της ΕΕ-27 που καταγράφουν ποσοστά απασχόλησης των γυναικών χαμηλότερα του 60%. Η ανεργία των γυναικών είναι σχεδόν διπλάσια από την ανεργία των ανδρών με τη διαφορά να προσεγγίζει τις 5 μονάδες.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά το 4ο τρίμηνο του 2023 η ανεργία στις γυναίκες ήταν 12,9% με 268,9 χιλ άνεργες έναντι 8,5% στους άνδρες με 219,7 χιλ. ανέργους. Η διαφορά της ανεργίας των γυναικών στην χώρα μας, από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι 8,7 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή 3,5 φορές μεγαλύτερη.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τα 13 γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδος, μόνο σε τέσσερα η απασχόληση των γυναικών ξεπερνά το 50%. Όσο για τις αποκλίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι μεγαλύτερες καταγράφονται στη Στερεά Ελλάδα (28,4%), στο Νότιο Αιγαίο (25,5%), στα Ιόνια Νησιά (24%) και στη Δυτική Ελλάδα (23,5%), ενώ η μικρότερη καταγράφεται στην Αττική (14,3%). Αλλά και τα στοιχεία της ΔΥΠΑ αποτυπώνουν σταθερά ότι τουλάχιστον το 60% των εγγεγραμμένων ανέργων είναι γυναίκες και μάλιστα αρκετές βρίσκονται εγκλωβισμένες σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας, η οποία καλύπτει το 50% του συνόλου των ανέργων.
Παράλληλα, τίθεται ζήτημα ποιότητας της εργασίας, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΓΣΕΕ, παρατηρείται εκ νέου αύξηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου από το 2020 κυρίως για το γυναικείο εργατικό δυναμικό.
Σύμφωνα με μελέτη, το ποσοστό μερικής απασχόλησης για τις γυναίκες εργαζόμενες ανέρχεται στο 13,8%, ενώ στους άνδρες σε μόλις 5,1 %. Δηλαδή 1 στις 7 γυναίκες στην Ελλάδα, εργάζεται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, και άρα αμείβεται με χαμηλό μισθό. Ενδεικτική είναι η έρευνα του ΣΕΒ, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες έχουν μέσο μικτό μισθό κατά 13% χαμηλότερο από τον αντίστοιχο μισθό των ανδρών, ήτοι 1.115 ευρώ για τις γυναίκες και 1.284 ευρώ για τους άνδρες. Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, η διαφορά των συνολικών αποδοχών μεταξύ των δύο φύλων ανέρχεται σε 45,2% την ώρα που ο μέσος όρος στην Ευρώπη βρίσκεται στο 41,1%.
Το 53% των επιχειρήσεων έχουν μηδενική ή πολύ περιορισμένη συμμετοχή γυναικών στο Διοικητικό τους Συμβούλιο, με το ποσοστό να φθάνει οριακά έως το 15%, ενώ 1 στις 10 επιχειρήσεις δεν εμπιστεύεται τη γυναίκα επικεφαλής σε καμία διεύθυνση ή τμήμα της.
Παράλληλα, η διακοπή της καριέρας για τη φροντίδα των παιδιών φαίνεται πως είναι …γυναικεία υπόθεση ή και υποχρέωση, καθώς αφορά κυρίως στις γυναίκες με ποσοστό 49,7%, έναντι μόλις 4% των ανδρών.
Αντίστοιχη βέβαια είναι και η υστέρηση στις συντάξεις, όπως δείχνουν και τα τελευταία στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Ήλιος. Ο περιορισμένος σε χρόνο και διάρκεια εργασιακός βίος έχει ως αποτέλεσμα περίπου 1.000.000 άνδρες συνταξιούχοι να μοιράζονται συνολικό ποσό της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ για την κύρια σύνταξή τους, έναντι περίπου 900.000 γυναικών που λαμβάνουν συνολικά ποσά κύριων συντάξεων που δεν ξεπερνούν τα 850 εκατ. ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο, το γυναικείο ποσοστό απασχόλησης έχει συγκριτικά πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αύξησης και άρα, συμβολής στην αύξηση του γενικού ποσοστού απασχόλησης. Γι’ αυτό και η υλοποίηση μιας ενεργητικής πολιτικής αύξησης του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης αποτελεί σύμφωνα με τους ειδικούς, κομβικής κατεύθυνσης πολιτική για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
Αναλυτικά, οι επιστήμονες ξεκαθαρίζουν ότι η αύξηση του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης και η μείωση των ανισοτήτων φύλου στην αγορά εργασίας, προκειμένου να αυξηθούν τα κίνητρα για την περαιτέρω ένταξη των γυναικών σε αυτήν, μπορούν να συμβάλουν σημαντικά όχι μόνο στην αύξηση της παραγωγικότητας και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και στην άμβλυνση του δημογραφικού προβλήματος. Και ξεκαθαρίζουν πως εάν δεν απαγκιστρωθεί η ελληνική κοινωνία από την προκατάληψη ότι η γυναίκα διαθέτει επικουρικό ρόλο στην αγορά εργασίας, η χώρα μας δεν θα μπορέσει να την εντάξει αποτελεσματικά αλλά και να την προασπίσει από συνθήκες έντονης διάκρισης, οι οποίες την θέτουν προ του διλήμματος: οικογένεια ή καριέρα.
Καταλήγουν δε, πως η σχέση αγοράς εργασίας και δημογραφικής κρίσης δεν είναι μονόπλευρη αλλά τροφοδοτείται αμφίπλευρα.