Γιατί εισηγείται αύξηση 4% στον κατώτατο μισθό ο ΣΕΒ

Τα χαρτιά του άνοιξε χθες ο Σύνδεσμος, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους στο υπ. Εργασίας. Γιατί η αύξηση πρέπει να συνδυασθεί με μέτρα περιορισμού των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογίας.

Γιατί εισηγείται αύξηση 4% στον κατώτατο μισθό ο ΣΕΒ

Αύξηση του κατώτατου μισθού της τάξης του 4% προτείνει ο ΣΕΒ, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβουλεύσεων, που στα τέλη Μαρτίου θα οδηγήσει στις νέες αμοιβές για περίπου 650.000 εργαζόμενους.

Η θέση αυτή είναι πολύ κοντά σε εκείνη των θεσμικών φορέων που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις, ΤτΕ, ΙΟΒΕ και ΚΕΠΕ, και παρουσιάστηκε χθες στο υπουργείο Εργασίας, όπου άνοιξαν τα χαρτιά τους οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων.

Εκεί οι εκπρόσωποι του ΣΕΒ, σύμφωνα με πληροφορίες, ξεκαθάρισαν ότι η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό οφείλει να έχει ως γνώμονα την ενίσχυση των πραγματικά διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων, χωρίς βέβαια να τεθεί σε κίνδυνο αλλά, αντιθέτως, να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα που δημιούργησαν με ιδιαίτερο κόπο οι επιχειρήσεις εν μέσω διαρκών κρίσεων. Αυτό στην πράξη σημαίνει αύξηση της τάξης του 4%, διαμορφώνοντας τις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, για τους πρωτοαπασχολούμενους μισθωτούς, στα 811 ευρώ (μεικτά).

Κατά τη συζήτηση που διεξήχθη χθες καταγράφηκαν οι εκ διαμέτρου αντίθετες και πολλές φορές συγκρουόμενες απόψεις των φορέων και των εκπροσώπων των εταίρων, αφού τα ποσοστά αυξήσεων κινήθηκαν μεταξύ 3,5% και 16,4%, ενώ διαφορετικές θέσεις υπήρξαν και όσον αφορά την αναγκαιότητα και κυρίως την αποτελεσματικότητα μιας νέας μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.

Ο ΣΕΒ πάντως, ανοίγοντας για πρώτη φορά τα χαρτιά του, επεσήμανε ότι μία μεταβολή του κατώτατου μισθού που αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και μπορεί να ενισχύσει το σύνολο της οικονομίας ανέρχεται στο 4%. Ωστόσο, ξεκαθάρισε ότι η πλήρης αξιοποίηση των ωφελειών από την όποια μεταβολή είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με προσαρμογές στα υψηλά επίπεδα της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, που ως δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας επιβαρύνουν τόσο τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα των εργαζομένων όσο και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Σε αυτή την κατεύθυνση, έθεσε ως σημαντικές παρεμβάσεις τις εξής:

  • Ορθολογικός υπολογισμός του κατώτατου μισθού. Είναι κρίσιμο να συνυπολογίζονται κοινωνικοί, οικονομικοί, αλλά και αναπτυξιακοί παράγοντες, η παραγωγικότητα της εργασίας, ο ρυθμός πληθωρισμού, οι προηγούμενες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, η διατήρηση του βιοτικού επιπέδου, οι ανάγκες κάθε κλάδου και η επίπτωση στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
  • Μείωση φορολογίας μισθωτής εργασίας. Δεδομένου του ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα το 2022 κυμαινόταν κατά μέσο όρο στο 34,6%, είναι επιτακτικής ανάγκης πλέον η μείωση της φορολογίας της μισθωτής απασχόλησης, η οποία θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
  • Μείωση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας τουλάχιστον κατά 2,6% το 2025-2027, ώστε να αρχίσει να προσεγγίζει τον μέσο όρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
  • Στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών, που κρίνεται αναγκαία εν μέσω συσσωρευμένης διεθνούς αβεβαιότητας και γεωπολιτικών εξελίξεων.
  • Αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και αδήλωτης - υποδηλωμένης εργασίας με στοχευμένους ελέγχους και ψηφιοποίηση και διαλειτουργικότητα όλων των πληροφοριακών συστημάτων και υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
  • Περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων μέσα από παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου που θα οδηγήσουν σε νέες καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και ταχεία υλοποίηση δράσεων κατάρτισης / επανακατάρτισης.

Τι πρότειναν οι Φορείς

Περιορισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 4% (811 ευρώ), προτείνουν μέσω των υπομνημάτων τους προς το υπουργείο Εργασίας οι εκπρόσωποι των επιστημονικών φορέων (Τράπεζα της Ελλάδος, ΙΟΒΕ και ΚΕΠΕ) που συμμετέχουν στη διαδικασία.

Μεταξύ άλλων, επισημαίνουν τον κίνδυνο να δεχτεί πλήγμα η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και εκτιμούν ότι η όποια αύξηση θα επηρεάσει ανοδικά και τα επόμενα μισθολογικά κλιμάκια, κυρίως σε κλάδους με πολλές κενές θέσεις εργασίας. Ταυτόχρονα, επισημαίνουν ότι ειδικά οι μικρές επιχειρήσεις (κάτω των 10 εργαζομένων), που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, θα επιβαρυνθούν δυσανάλογα από την όποια αύξηση των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, καθώς σε αυτές, αναλογικά, αμείβονται περισσότεροι εργαζόμενοι με τα κατώτατα μισθολογικά όρια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως διαπιστώνει στο υπόμνημά του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023 κατά 9,4%, η απασχόληση στις μικρές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά μόλις 0,94%, λόγω κατώτατου μισθού και πληθωρισμού, έναντι αύξησης κατά 2,97% στις μεγάλες.

Όλοι οι επιστημονικοί φορείς πάντως παραδέχονται ότι η ελληνική οικονομία κινείται ανοδικά, κάτι που δεν πρέπει να επηρεαστεί από μια πολύ μεγάλη αύξηση στις βασικές αποδοχές. Διαπιστώνουν βέβαια παράλληλα ότι πράγματι υπάρχει μεγάλη επιβάρυνση στα νοικοκυριά, λόγω του πληθωρισμού, ειδικά στον τομέα των τροφίμων, που επιδρά περισσότερο τους χαμηλόμισθους, άρα όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v