Από την 1η Απριλίου, νωρίτερα από το προβλεπόμενο, αναμένεται να εφαρμοστεί φέτος ο νέος, αυξημένος κατώτατος μισθός, με τη νέα υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δόμνα Μιχαηλίδου να προαναγγέλλει την κατάθεση τροπολογίας, προκειμένου να επισπευσθεί η διαδικασία και «η νέα αύξηση να μπορέσει να συνυπολογιστεί και στην τουριστική περίοδο».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η νέα υπουργός Εργασίας, που ήδη έχει ξεκινήσει εθιμοτυπικές συναντήσεις με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, θα επιδιώξει τη σύντμηση της διαδικασίας διαβουλεύσεων, ώστε ακόμη και εντός του Ιανουαρίου να αποσταλεί η αρχική πρόσκληση προς τους κοινωνικούς εταίρους και τους επιστημονικούς φορείς και η τελική έκθεση του ΣΕΠΕ να παραδοθεί έως το τέλος Μαρτίου, προκειμένου να «κλειδώσει» και το οριστικό ποσοστό αύξησης του νέου κατώτατου μισθού.
Βάσει των εκτιμήσεων, ο κατώτατος μισθός θα κινηθεί πέριξ του +5%, καθώς στο ποσοστό της αύξησης θα πρέπει να ενσωματωθεί ο τρέχων πληθωρισμός, αλλά και ένα μέρος της αύξησης της παραγωγικότητας. Στην πράξη, αυτό εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε κατώτατο μισθό ίσο με 820 - 830 ευρώ, από 780 ευρώ σήμερα, ώστε να απομένουν 120 με 130 ευρώ -επιπλέον- έως το 2027, για να επιτευχθεί ο κυβερνητικός στόχος για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ. Έτσι, εντός των επόμενων ημερών αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή τροπολογία με την οποία οι διαβουλεύσεις θα ξεκινήσουν νωρίτερα και θα ολοκληρωθούν έως τα μέσα Μαρτίου, ώστε η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση να υπογραφεί από την κ. Μιχαηλίδου έως το τέλος του ίδιου μήνα, και ο νέος κατώτατος μισθός να ισχύσει από 1η Απριλίου.
Ήδη, εντός του 2024, η μετά από 14 χρόνια αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων καθώς και το ξεπάγωμα των τριετιών για περίπου 100.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα που αμείβονται με τις κατώτατες αμοιβές αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες που θα κρίνουν, στο τέλος του έτους, τον πραγματικό ρυθμό αύξησης των μισθών.
Ειδικά βέβαια για τις τριετίες, βάσει του ισχύοντος νόμου Γεωργιάδη, χιλιάδες μισθωτοί βλέπουν τους μισθούς τους να αυξάνονται κατά 10% για κάθε τριετή προϋπηρεσία και μέχρι 30% για προϋπηρεσία εννέα ετών και άνω. Βέβαια, και παρότι η εφαρμογή των τριετιών δεν είναι εθελοντική, η επαναφορά τους δεν έχει αναδρομικότητα για την περίοδο από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2023. Έτσι, στην πράξη, η αύξηση «αγγίζει» περίπου 100.000 εργαζόμενους, που έχουν θεμελιώσει ή θα θεμελιώσουν δικαίωμα αύξησης 10% μέσα στο 2024. Για τους νέους εργαζόμενους, οι πρώτες προσαυξήσεις θα έρθουν από το 2027 και μετά.
Άλλωστε, έως το 2027, σύμφωνα και με τη δέσμευση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο μέσος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί στα 1.500 ευρώ. Κάτι που απαιτεί αρκετές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, καθώς σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς, οι ρυθμοί αύξησης των μέσων αμοιβών, τουλάχιστον για το 2024, θα είναι χαμηλότεροι από αυτούς του 2023.
Η μάχη των μισθών
Η «μάχη» της αύξησης των μισθών αναμένεται αμφίρροπη, καθώς μπορεί να πληθαίνουν οι κυβερνητικοί παράγοντες που δηλώνουν πως πρέπει και οι επιχειρήσεις να βάλουν το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να καλυφθούν για παράδειγμα οι κενές θέσεις εργασίας και κατά συνέπεια να αυξηθούν και οι αποδοχές στη χώρα μας, όμως στην πράξη, τα στοιχεία δείχνουν ότι εντός του νέου έτους θα υπάρξει επιβράδυνση της αύξησης των μέσων μισθών. Αυτό, αναφέρει μάλιστα στην πρόσφατη, ενδιάμεση έκθεσή της και η Τράπεζα της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την ΤτΕ, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας θα κλείσει αυξημένο κατά 7,9 μονάδες το 2023 ενώ εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται κατά επιπλέον 7,1 μονάδες το 2024. Αντίστοιχα, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό, από +6,2 μονάδες το 2023, θα αυξηθεί επιπλέον κατά 5,4 μονάδες το νέο έτος. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την παραγωγικότητα της εργασίας που προκύπτει σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας και τη συνολική απασχόληση. Εκεί η αύξηση είναι πολύ μικρότερη, μόλις 0,7 μονάδες για το 2023 και κάτι ανάλογο θα συνεχιστεί και το 2024, με νέα αύξηση, που όμως δεν θα υπερβεί τη μία μονάδα.
Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτE δείχνουν πως στον επιχειρηματικό τομέα, στο οκτάμηνο Ιανουαρίου - Αυγούστου, υπογράφηκαν 152 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούν μόλις 70.940 μισθωτούς. Μάλιστα, μόνον οι 45 εξ αυτών (29,6%) περιλαμβάνουν αυξήσεις μισθών. Οι υπόλοιπες δεν συμπεριέλαβαν μισθολογικές ρυθμίσεις, ενδεικτικό του προβλήματος που υπάρχει να μεταφερθούν οι όποιες αυξήσεις στο σύνολο της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ανάγκη επαναφοράς των κλαδικών συμβάσεων, οι οποίες κατέρρευσαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης, εξαιτίας της αλλαγής του νομικού καθεστώτος που τις διέπει.
Είναι, δε, χαρακτηριστική η έρευνα της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία, κατά τον προηγούμενο χρόνο, 9 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα μείωσε την κατανάλωση βασικών αγαθών διατροφής. Την ίδια στιγμή, το 65% δεν έλαβε κάποια αύξηση στον μισθό του, ενώ το 25% εργάστηκε παραπάνω από το κανονικό ωράριό του -και εξ αυτών το 48% δεν έλαβε αμοιβή για αυτό.