Την εκ νέου ενεργοποίηση των 120 δόσεων ή κάποιας άλλης μορφής ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών ζητούν οι εκπρόσωποι των ελεύθερων επαγγελματιών, και δη των μικρομεσαίων, καθώς με τη λήξη ισχύος της ασφαλιστικών ικανότητας στο τέλος του μήνα, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μείνουν χωρίς δωρεάν ιατροφαρμακευτική κάλυψη και περίθαλψη εκατοντάδες χιλιάδες μη μισθωτοί.
Παράλληλα, οι εκπρόσωποι των εμπόρων - βιοτεχνών αλλά και των αυτοαπασχολούμενων επισημαίνουν ότι η λήξη των καλύψεων συμπίπτει με την αύξηση των εισφορών για το 2024 κατά 3,46%. Σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας σε συνεργασία με τη διοίκηση του ΕΦΚΑ εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα, με την οριστική απόφαση να πρέπει να έχει ληφθεί έως την επόμενη βδομάδα.
«Χιλιάδες μικρομεσαίοι χρωστούν ήδη και δεν μπορούν να αποπληρώσουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πάρουν τη σύνταξή τους», επισημαίνει ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Παύλος Ραβάνης.
Το ΒΕΑ ζητεί την άμεση μείωση του μη μισθολογικού κόστους για την επιβίωση των επιχειρήσεων, εκτιμώντας πως η αύξηση των μισθών το 2023 οδήγησε σε αύξηση και των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζόμενους που απασχολούνται στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Μάλιστα, το δεύτερο εξάμηνο του έτους, επισημαίνει, αναμένεται και νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, κάτι που θα συμπαρασύρει εκ νέου και το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων.
«Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την υπέρογκη αύξηση της φορολογίας για το 2023 με την εισαγωγή τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος, πλήττουν καίρια τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», όπως επισημαίνει ο Α' αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου, Κώστας Δαμίγος.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις, τουλάχιστον 500.000 μη μισθωτοί έχουν οφειλές στον ΕΦΚΑ και από την 1η Μαρτίου, εάν δεν υπάρξει κάποια άλλη κυβερνητική απόφαση ή δεν σπεύσουν να πληρώσουν ή και να ρυθμίσουν τις οφειλές τους αυτές, δεν θα μπορέσουν να βγάλουν ασφαλιστική ικανότητα.
Όσο για τις εισφορές, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν το 2023, από τους 1,310 εκατ. ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες που είναι ασφαλισμένοι στον ΕΦΚΑ, οι 1,026 εκατ. ή το 78,22% του συνόλου έχουν επιλέξει την πρώτη χαμηλή ασφαλιστική κατηγορία. Εάν σε αυτούς προστεθούν και οι 147.093 ελεύθεροι επαγγελματίες που ασφαλίζονται στην ακόμη χαμηλότερη, ειδική ασφαλιστική κατηγορία, τότε διαπιστώνει κανείς πως 9 στους 10 ασφαλισμένους μη μισθωτούς έχουν επιλέξει τη χαμηλή κατηγορία, η οποία βέβαια οδηγεί και σε εξαιρετικά χαμηλές συντάξεις.
Τα επιπλέον μηνιαία έξοδα ενός ελεύθερου επαγγελματία που έχει επιλέξει την 1η ασφαλιστική κατηγορία, από τον Ιανουάριο του 2024, μόνο για κύρια ασφάλιση ξεκινούν από περίπου 8 ευρώ τον μήνα, άρα 96 ευρώ τον χρόνο, και φτάνουν τα 10,5 ευρώ τον μήνα, άρα 126 ευρώ τον χρόνο, για κάποιον που καταβάλλει εισφορές για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ.
Σε περίπτωση που κάποιος βρίσκεται στην 6η ασφαλιστική κατηγορία, η μηνιαία επιβάρυνση μόνο για κύρια ασφάλιση ξεκινάει από 21,49 ευρώ μηνιαίως, άρα 257,88 ετησίως και φτάνει τα 25,02 επιπλέον μηνιαίως, άρα 300,24 ευρώ ετησίως, για κάποιον που έχει επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ. Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, μόλις 10.288 ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι και 2.333 αγρότες είχαν το 2023 ασφαλιστεί στην 6η και υψηλότερη κατηγορία, αριθμός που στο σύνολο αντιστοιχεί μόλις στο 0,96%.
Στο κυβερνητικό επιτελείο επικρατεί ανησυχία, κυρίως ως προς το ύψος των οφειλετών που έως και την τελευταία στιγμή δεν θα ανταποκριθούν στις κλήσεις να σπεύσουν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους. Κι αυτό, γιατί αναγνωρίζουν ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουν την ιατροφαρμακευτική κάλυψη και περίθαλψη περισσότεροι από 400.000 μη μισθωτοί αλλά και οι οικογένειές τους που είναι ασφαλισμένες ως έμμεσα μέλη.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, και φαίνεται πως αυτό επισημαίνεται σε διάφορους τόνους από όσους ασχολούνται ενεργά με τα ζητήματα της κοινωνικής ασφάλισης, οι ευνοϊκές διατάξεις υπέρ των μη μισθωτών που δημιουργούν μάλιστα μια άνιση αντιμετώπιση σε σχέση με τους μισθωτούς εργαζόμενους, δεν μπορούν να συνεχίζονται «επ’ άπειρον».
Το ασφαλιστικό σύστημα αλλά και το σύστημα υγείας έχει ανάγκη από έσοδα, ενώ η συσσώρευση οφειλών από μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών μεγεθύνει τα προβλήματα, τόσο των ασφαλισμένων όσο και του συστήματος.