Έξι στα δέκα ευρώ από το βουνό των ληξιπρόθεσμων χρεών στην εφορία αφορούν φορολογικές υποχρεώσεις που έμειναν στα βερεσέδια και τα υπόλοιπα είναι πρόστιμα, δάνεια, δικαστικά έξοδα και καταλογισμοί.
Αν είναι αμφίβολη η είσπραξη των 47,3 δισ. ευρώ των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών, πρόστιμα και λοιπά είναι σχεδόν χαμένα από χέρι καθώς η εισπραξιμότητά τους είναι εξαιρετικά χαμηλή. Ούτως ή άλλως, από τα 106 δισ. ευρώ των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών, 26,3 δισ. ευρώ θεωρούνται ανεπίδεκτα είσπραξης.
Τα στοιχεία που ενσωματώνονται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δείχνουν ότι:
- 24,8% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,3 δισ. ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Οι οφειλές αυτές σημείωσαν μικρή αύξηση σε ετήσια βάση κατά 50 εκατ. ευρώ. Κατά συνέπεια, η μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου προέρχεται από τη μεταβολή του «πραγματικού» ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, δηλαδή του συνολικού μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου, το οποίο σημείωσε μείωση, υπό την ισχυρή επίδραση της διαγραφής των 10,4 δισ. ευρώ της ΟΣΕ ΑΕ, κατά 7,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, αγγίζοντας την 1/11/2023 τα 79,7 δισ. ευρώ.
- το 59,3% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 47,3 δισ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κ.λπ.).
- το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης. Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 30,4% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,3 δισ. ευρώ και οι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κ.λπ.), οι οποίες αποτελούν το 10,2% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 8,1 δισ. ευρώ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι 8,8 δισ. ευρώ από τις φορολογικές οφειλές πηγάζουν από αφερέγγυους οφειλέτες και 11,4 δισ. ευρώ αφορούν σε οφειλές με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας, απομένουν 27,1 δισ. ευρώ οφειλών από τις οποίες, σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, πηγάζει άνω του 90% των εισπράξεων. Με άλλα λόγια, το σύνολο σχεδόν των εισπράξεων προέρχεται από μόλις το 34% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Επιπλέον, σημειώνεται ότι μόλις το 5,7% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου βρίσκεται σε ρύθμιση, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 4,5 δισ. ευρώ.
- Το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών (24,3%) εντοπίζεται στο εύρος 500 με 10.000 ευρώ, ενώ εντός αυτού του εύρους το ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών αγγίζει το 26,7% για ποσά από 3.000 έως 5.000 ευρώ. Ωστόσο, τα ποσοστά διαφέρουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων. Συγκεκριμένα, το υψηλότερο ποσοστό ρυθμισμένων οφειλών φυσικών προσώπων εντοπίζεται μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ (24,7%), ενώ τα νομικά πρόσωπα ρυθμίζουν σε υψηλότερο ποσοστό (29,5%) οφειλές που ανήκουν στο εύρος από 10.000 έως 100.000 ευρώ. Χαμηλά ποσοστά ρύθμισης οφειλών διαπιστώνονται τόσο σε χαμηλά ποσά οφειλής (ιδιαίτερα κάτω των 500 ευρώ), όσο και σε υψηλά ποσά οφειλής (άνω των 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και άνω των 150.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα).
- Αναφορικά με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών, στο τέλος Οκτωβρίου του 2023 παρατηρείται μείωση κατά 163.111 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στα 4.013.138 οφειλέτες. Η εν λόγω μείωση προέρχεται από τις χαμηλότερες κατηγορίες οφειλής και συγκεκριμένα από τις οφειλές από 50 μέχρι 10.000 ευρώ, με τον αριθμό τους να μειώνεται συνολικά κατά 186.826 πρόσωπα. Αντιθέτως, στις υπόλοιπες κατηγορίες οφειλής παρατηρείται αύξηση του αριθμού των οφειλετών, με τη μεγαλύτερη, κατά 12.660 πρόσωπα, να καταγράφεται στο εύρος οφειλής από 10.000 έως 100.000 ευρώ.
Η μείωση του αριθμού των οφειλετών στο εύρος οφειλής από 50 μέχρι 10.000 ευρώ συνοδεύεται από μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση κατά 76,9 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, στις υψηλότερες κατηγορίες οφειλής (μέχρι τα 100 εκατ. ευρώ) παρατηρείται αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Εξετάζοντας την κατανομή των οφειλετών και του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου διαπιστώνεται ότι το σύνολο σχεδόν των οφειλών (96,3%) πηγάζει από την κατηγορία άνω των 10.000 ευρώ. Ιδιαίτερη ανάλυση απαιτεί η κατηγορία οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ, καθώς στο εύρος μεταξύ 1 και 100 εκατ. ευρώ καταγράφεται αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά 1,1 δισ. ευρώ, ενώ οι οφειλές άνω των 100 εκατ. ευρώ παρουσιάζουν σημαντική μείωση κατά 9,2 δισ. ευρώ, η οποία πηγάζει από τη διαγραφή οφειλών της ΟΣΕ ΑΕ, ύψους 10,4 δισ. ευρώ.
Στο εύρος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ συγκεντρώνεται το 77,3% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου και μόλις το 0,2% των οφειλετών. Αντιθέτως, το 72,9% των οφειλετών συγκεντρώνεται στις οφειλές μεταξύ 50 και 10.000 ευρώ, με το συνολικό τους ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο να αγγίζει το 3,7% των συνολικών οφειλών.
Αναλυτικότερα, στην κατηγορία ληξιπρόθεσμου υπολοίπου άνω του 1 εκατ. ευρώ τα νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στις οφειλές κατά 68,7%, με το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπό τους να αγγίζει στο τέλος του Οκτωβρίου του 2023 τα 56,3 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 5.626, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 196 νομικά πρόσωπα.
Αντιθέτως, οι οφειλές κάτω του 1 εκατ. ευρώ προέρχονται σε μεγάλο βαθμό (κατά 64,2%) από φυσικά πρόσωπα, ενώ η συμμετοχή των φυσικών προσώπων στο ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο είναι ακόμα υψηλότερη σε χαμηλότερες κατηγορίες οφειλής (ενδεικτικά αγγίζει το 88,3% για οφειλές μικρότερες των 10.000 ευρώ). Αντίστοιχα, το πλήθος των φυσικών προσώπων που οφείλουν λιγότερα από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στο τέλος του Οκτωβρίου του 2023 στα 3.527.328 άτομα, αποτελώντας το 88,1% του συνόλου των οφειλετών αυτής της κατηγορίας οφειλής.
Με βάση το γεγονός ότι τα δεδομένα ληξιπρόθεσμων οφειλών είναι «μεγάλα δεδομένα» (big data) και στα πλαίσια της ψηφιακής διακυβέρνησης και ψηφιακού μετασχηματισμού φορέων του κράτους (φορολογική διοίκηση), ως πρόταση θα ήταν η επιτάχυνση της υιοθέτησης εργαλείων διαχείρισης «μεγάλων δεδομένων» (big data) που επιτρέπουν την ενδελεχή και λεπτομερή κατηγοριοποίηση (classification) των οφειλετών σε πολλαπλά επίπεδα (κατηγορίες, classes), με βάση πολυάριθμα χαρακτηριστικά (features). Μια τέτοια κατηγοριοποίηση συμβάλλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και στην ενίσχυση της φοροδοτικής συμμόρφωσης.