Στο 2,2% διατηρεί την πρόβλεψη για το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας φέτος το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σημειώνοντας πως παρά την εμφάνιση στοιχείων στασιμότητας στην οικονομία της ευρωζώνης, η ελληνική οικονομία διατηρεί τη δυναμική της. Κατά την παρουσίαση της έκθεσης του τρίτου τριμήνου, ο νέος επικεφαλής του ΓΠΚΒ καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς καλωσόρισε την απόφαση του Ecofin για την υπό όρους εξαίρεση της προσμέτρησης των αμυντικών δαπανών από την διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος σημειώνοντας με νόημα πως «πρέπει να δούμε την απόφαση αυτή σας ευκαιρία για να τρέξουμε πιο γρήγορα και όχι σαν αφορμή για εφησυχασμό».
Στο ίδιο μήκος κύματος άλλωστε λίγο νωρίτερα ο ΥΠΕΘΟ Κωστής Χατζηδάκης είχε δηλώσει (στον ΣΚΑΙ) πως «οι όποιες ευελιξίες δεν πρέπει να μας παρασύρουν». Η Ελλάδα επιβαρύνεται με ετήσιες αμυντικές δαπάνες ύψους 2 δισ. ευρώ, πολύ κοντά στο 1% του ΑΕΠ και η εξαίρεσή τους από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος συνιστούσε πάγιο αίτημα των ελληνικών κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια, το οποίο τώρα ικανοποιείται.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, το ΓΠΚΒ επισημαίνει την αποκλιμάκωση στο 2,9% τον Νοέμβριο με τον κ. Τσουκαλά να εκτιμά πως σε επίπεδο ευρωζώνης το επόμενο τρίμηνο- εξάμηνο θα είναι καθοριστικό για το χρόνο στον οποίο θα προχωρήσει η ΕΚΤ σε μείωση επιτοκίων.
Από πρόσφατες δηλώσεις του Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα (Reuters) προκύπτει ότι η ΕΚΤ δεν θα βιαστεί να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων πριν εδραιωθεί η συγκράτηση του πληθωρισμού σε επίπεδα χαμηλότερα του 3% και κυρίως, αφού προηγηθούν οι μισθολογικές αυξήσεις του 2024, προτού φανεί ξεκάθαρα η τάση επιστροφής του πληθωρισμού στην περιοχή του 2%. Αυτό, από τις δηλώσεις Στουρνάρα, προκύπτει πως δεν θα γίνει πριν το δεύτερο εξάμηνο του επομένου έτους παρά την προσδοκία των αγορών για μειώσεις επιτοκίων ακόμα και από τον ερχόμενο Μάρτιο.
Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ «είναι θετικό ότι ο πληθωρισμός της ευρωζώνης, που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,4% τον Νοέμβριο, αποκλιμακώνεται ταχύτερα του αναμενομένου, και δείχνει τον δρόμο, για πρώτη φορά, προς την αναστροφή της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ. Μια ενδεχόμενη μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ το πρώτο εξάμηνο του 2024, εξαιτίας της έως τώρα επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης των τιμών και των ενδείξεων κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη, θα έχει θετικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία. Ωστόσο, μια επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, θα επηρέαζε αρνητικά την ελληνική οικονομία».
Κατά τα λοιπά στην έκθεση επισημαίνεται η καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού για το 2023 (πρωτογενές πλεόνασμα, για το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023, ύψους 5.214 εκατ. ευρώ) και η καλύτερη του προβλεπόμενου απόδοσης της οικονομίας με:
- η σταθερή παραγωγή καθαρών θέσεων εργασίας, με ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας στο 9,6%,
- σημαντική αύξηση των τουριστικών εσόδων, τα οποία κατά το οκτάμηνο του τρέχοντος έτους ξεπέρασαν τα επίπεδα της αντίστοιχης περιόδου του 2019 κατά 11% περίπου,
- αύξηση των μισθών και των συντάξεων, γεγονός που επηρεάζει κυρίως τα έσοδα από τους άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος) αλλά και από τους έμμεσους φόρους.
Επισημαίνει παράλληλα πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που δόθηκε από την Fitch Ratings τον Δεκέμβριο του 2023, σφραγίζει την καλή πορεία των βασικών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών καθώς και τις προοπτικές δημοσιονομικής σταθερότητας, και έτσι το αξιόχρεο της ελληνικής κυβέρνησης γίνεται ακόμα πιο ελκυστικό σε μεγάλους θεσμικούς επενδυτές. Πέρα από τη θετική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά, το χαμηλότερο κόστος δανεισμού συμπαρασύρει και το κόστος έκδοσης εταιρικών ομολόγων, και συμβάλλει στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.