Μείωση του κόστους δανεισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα, αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων και των επενδύσεων σε κατοικίες των νοικοκυριών φέρνει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε ειδική ανάλυση η οποία περιλαμβάνεται στην ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής, παίρνοντας ως βασική παραδοχή ότι προκύπτει μόνιμη μείωση του κόστους δανεισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα κατά 100 μονάδες βάσης, ποσοτικοποιεί τις θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ, τις επενδύσεις, τον δανεισμό και τα τραπεζικά κεφάλαια.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης, το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται συνολικά κατά 0,9% τρία έτη μετά την αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα, οι επιχειρηματικές επενδύσεις και οι επενδύσεις των νοικοκυριών σε κατοικία αυξάνονται κατά 2,7% και 3,4% αντίστοιχα κατά την ίδια περίοδο, ενώ ο συνολικός δανεισμός και τα τραπεζικά κεφάλαια αυξάνονται κατά 2,6% και 7,4% αντίστοιχα. Αυτή είναι η απάντηση σε όσους αναρωτιούνται «καλή η επενδυτική βαθμίδα, αλλά τι σημαίνει για εμάς;».
Σύμφωνα με την ΤτΕ, δεδομένου ότι η θετική επίδραση την οποία προκαλεί η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα θεωρείται μόνιμη, η οικονομία σταδιακά συγκλίνει σε ένα νέο σημείο μακροχρόνιας ισορροπίας. Μακροπρόθεσμα, τα επίπεδα του πραγματικού ΑΕΠ, των επιχειρηματικών επενδύσεων και των επενδύσεων σε κατοικία αυξάνονται κατά 1,3%, 1,6% και 3,2% αντίστοιχα. Οι συνολικές πιστώσεις και τα τραπεζικά κεφάλαια αυξάνονται αντίστοιχα κατά περίπου 4,2% και 11,7%.
Επιπρόσθετα, η αναβάθμιση φαίνεται να συμβάλλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας σε περίπτωση εξωγενών διαταραχών. Δεδομένου ότι η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα αναμένεται να επηρεάσει την οικονομία και διαμέσου άλλων διαύλων που δεν λαμβάνονται υπόψη στην ανάλυση, όπως είναι η μείωση της αβεβαιότητας και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, οι συνολικές θετικές επιδράσεις της αναβάθμισης στην ελληνική οικονομία ενδέχεται να είναι μεγαλύτερες.
Η TτΕ εξηγεί ότι για να μελετηθούν οι μηχανισμοί μέσω των οποίων η πιστοληπτική αναβάθμιση επιδρά στην οικονομία, έγινε διαμέτρηση (calibration) του θεωρητικού υποδείγματος των Clerc et al. (2015) για την ελληνική οικονομία. Πρόκειται για ένα δυναμικό στοχαστικό υπόδειγμα γενικής ισορροπίας, που επιτρέπει τη μελέτη των μηχανισμών μετάδοσης εναλλακτικών διαταραχών από την πραγματική οικονομία προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα και αντίστροφα.
Η ταυτοποίηση της θετικής επίδρασης την οποία προκαλεί η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα επιδέχεται εναλλακτικές προσεγγίσεις, καθώς είναι γνωστό ότι η εν λόγω εξέλιξη συνεπάγεται πολλαπλά θετικά οφέλη, όπως βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, μείωση της αβεβαιότητας κ.ά. Ωστόσο, με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία, πρώτη και κύρια επίδραση θεωρείται ότι είναι μια μείωση στο κόστος δανεισμού του Δημοσίου και, ως άμεσο επακόλουθο, η μείωση του κόστους χρηματοδότησης για όλη την οικονομία μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η TτΕ προσεγγίζει την αναβάθμιση ως μια μόνιμη θετική επίδραση που μειώνει το κόστος δανεισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα κατά 100 μονάδες βάσης και εξετάζει τις δυναμικές επιδράσεις σε βασικές μεταβλητές της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η μείωση του κόστους χρηματοδότησης του χρηματοπιστωτικού τομέα επιτρέπει στις τράπεζες να περιορίσουν τα επιτόκια δανεισμού που προσφέρουν για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων και να αυξήσουν την προσφορά τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία (δίαυλος κόστους τραπεζικής χρηματοδότησης).
Ακολούθως, τα νοικοκυριά αυξάνουν την κατανάλωσή τους, καθώς και τις επενδυτικές δαπάνες για κατοικία, ενώ οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις δαπάνες τους για επενδύσεις κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την άνοδο της αξίας του οικιστικού αλλά και του επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Δεδομένου ότι, στο υπόδειγμα, αυτά τα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται ως εμπράγματες εξασφαλίσεις για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, η αύξηση της αξίας τους έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων αντίστοιχα.
Η μείωση των επισφαλειών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ενισχύει την ποιότητα των τραπεζικών δανειακών χαρτοφυλακίων και την αξία των τραπεζικών κεφαλαίων, ενδυναμώνοντας έτσι τους ισολογισμούς τους, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία (δίαυλος τραπεζικών κεφαλαίων).
Παράλληλα, η βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών αυξάνει την πιστοληπτική ικανότητα των ίδιων των τραπεζών. Ενισχύεται έτσι η ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και περιορίζονται οι κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα.
Συνεπώς, το επιτόκιο που απαιτούν οι καταθέτες για να εμπιστευθούν τις τράπεζες μειώνεται, συμπιέζοντας εκ νέου τα επιτόκια δανεισμού. Το γεγονός αυτό οδηγεί δευτερογενώς στην εκ νέου αύξηση της αποτίμησης των εμπράγματων εξασφαλίσεων, τη μείωση των επισφαλειών και την αύξηση της προσφοράς πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την οικονομική δραστηριότητα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού είναι μικρότερη από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών που προκαλεί η επίδραση της αναβάθμισης, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω την κερδοφορία και τα κεφάλαια των τραπεζών.