Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί αμετάβλητο το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα για το α΄ τρίμηνο του 2024 στο «μηδέν τοις εκατό» (0%), με ημερομηνία έναρξης ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2024. Το ποσοστό αυτό ορίστηκε για πρώτη φορά το α΄ τρίμηνο του 2016 και παραμένει μηδενικό έκτοτε.
Σύμφωνα με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 202/1/11.03.2022, η οποία καθορίζει τη διαδικασία εφαρμογής και τη μεθοδολογία καθορισμού του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί ανά τρίμηνο την ένταση του κυκλικού συστημικού κινδύνου και την καταλληλότητα του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη την τυποποιημένη διαφορά των πιστώσεων προς το ΑΕΠ, τον οδηγό αποθέματος ασφαλείας και, κυρίως, πρόσθετους δείκτες για τη συσσώρευση του κυκλικού συστημικού κινδύνου.
Ο οδηγός αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στη Σύσταση ΕΣΣΚ/2014/1 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Board – ESRB), είναι «μηδέν», δεδομένου ότι η τυποποιημένη διαφορά των πιστώσεων προς το ΑΕΠ παραμένει αρνητική από το γ΄ τρίμηνο του 2012 και, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το β΄ τρίμηνο του 2023 διαμορφώθηκε σε -34,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εξετάζει και ορισμένους πρόσθετους δείκτες για τη δημιουργία και συσσώρευση του κυκλικού συστημικού κινδύνου, που αφορούν τις πιστωτικές εξελίξεις, τη δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα, τα οικιστικά και επαγγελματικά ακίνητα, τις εξωτερικές ανισορροπίες, τον τραπεζικό τομέα και τις αγορές κεφαλαίων. Η ανάλυση των πρόσθετων δεικτών αναδεικνύει την απαρχή συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων σε επιμέρους τομείς, όπως οι τιμές των οικιστικών ακινήτων και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Συνολικά, ωστόσο, επιβεβαιώνει την εκτίμηση περί απουσίας υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης και συνάδει με τη διατήρηση του υφιστάμενου επιπέδου του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (0%) για το α΄ τρίμηνο του 2024.