Αναβαθμίζει τις ελληνικές τράπεζες η Standard & Poor's, ακολουθώντας το παράδειγμα της Fitch. Συγκεκριμένα αναβάθμισε τις Eurobank, Εθνική, Πειραιώς και το outlook της Alpha Βank.
Αναλυτικά, όπως ανακοίνωσε:
Alpha Bank: Αναθεωρήσαμε τις προοπτικές σε θετικές από σταθερές και επιβεβαιώσαμε τις μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις εκδοτών «BB-/B».
Eurobank: Αυξήσαμε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική μας ικανότητα σε «ΒΒ» από «ΒΒ-» και επιβεβαιώσαμε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση «Β». Οι προοπτικές είναι θετικές.
Εθνική Τράπεζα: Αυξήσαμε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη σε «BB» από «BB-» και επιβεβαιώσαμε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση «B». Οι προοπτικές είναι θετικές.
Τράπεζα Πειραιώς: Αυξήσαμε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη σε «BB-» από «B+» και επιβεβαιώσαμε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση «B». Οι προοπτικές είναι θετικές.
Οπως εξηγεί, η κίνηση αντικατοπτρίζει την άποψή της για τη βελτιωμένη ανθεκτικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Τους πρώτους εννέα μήνες του 2023, οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) των ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν κάτω από το 6%, λόγω των περαιτέρω πωλήσεων και των τιτλοποιήσεων, αλλά -και σημαντικότερο- τη μικρή δημιουργία νέων προβληματικών δανείων.
Οι πιστωτικές απώλειες για τους τέσσερις μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους μειώθηκαν στις 125 μονάδες βάσης (bps) κατά μέσο όρο το 2022, από τα υψηλά των 570 μ.β. το 2021 και 380 μ.β. το 2020. Παρά τις υποτονικές προοπτικές ανάπτυξης στην Ευρώπη, αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,5% σε πραγματικούς όρους το 2023 και 2,6% την περίοδο 2024-2026, ποσοστά που υπερβαίνουν πολλές χώρες στην ευρωζώνη -με συνεχείς βελτιώσεις στην αγορά εργασίας, που ελαχιστοποιούν τους πιθανούς κινδύνους για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, εξηγεί.
Η πιστωτική επέκταση κινείται υψηλότερα αλλά από πολύ χαμηλή βάση και οι περισσότερες χορηγήσεις δίνονται σε υγιέστερους τομείς. Τα διάφορα ταμεία στήριξης της ΕΕ για επενδύσεις σε υποδομές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ενισχύουν τη ζήτηση πιστώσεων από τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, τυπικά για τις χώρες που ανακάμπτουν από χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ο ρυθμός αύξησης των δανείων είναι χαμηλότερος από αυτόν του ΑΕΠ.
Προβλέπουμε ότι το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα θα πέσει κάτω από το 70% του ΑΕΠ έως το 2024, έναντι περίπου 107% το 2020. Ενώ αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εκκαθάριση περίπου 80 δισεκατομμυρίων ευρώ σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPEs) με τη βοήθεια του Ηρακλή, η επιβάρυνση των τραπεζών από τις προβλέψεις έχει μειωθεί. Τα υψηλότερα επιτόκια δεν οδήγησαν σε υψηλότερο σχηματισμό NPEs στη λιανική, χάρη και στην κοινή απόφαση των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών να βάλουν όριο στα επιτόκια των -σε μεγάλο βαθμό κυμαινόμενου επιτοκίου- στεγαστικών δανείων.
Οι προοπτικές εξωτερικής χρηματοδότησης πρόκειται να βελτιωθούν. Τα προφίλ χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών συνέχισαν να βελτιώνονται ακόμη και μετά την αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους της χρηματοδότησης TLTRO από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στις αρχές του έτους. Η ισχυρή αύξηση των καταθέσεων, σε συνδυασμό με τη μαζική συρρίκνωση των χαρτοφυλακίων δανείων από το 2019, ενίσχυσαν τη ρευστότητα των τραπεζών.
Η μείωση των μακροοικονομικών κινδύνων, όπως αποδεικνύεται από την αναβάθμιση του δημοσίου σε επενδυτική βαθμίδα «BBB-», επηρεάζει επίσης θετικά το κλίμα στις τάξεις των ξένων επενδυτών ως προς το χρέος των ελληνικών τραπεζών.
Ο δανεισμός TLTRO τεσσάρων συστημικών τραπεζών μειώθηκε στα 16,8 δισ. ευρώ από το ανώτατο όριο των 50,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021. Αναμένουμε από τις τράπεζες να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις τους για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) το 2025.